Εμείς, τα εγγόνια σας...
|
Εμείς, Τα Εγγόνια Σας (Ομαδική εργασία – αφιέρωμα σ΄ αυτούς που είμαστε “δύο φορές παιδιά τους”, στον παππού και τη γιαγιά μας). Με αγάπη από τους μικρούς μαθητές της Γ1 τάξης του 11ου Δημοτικού Σχολείου Καβάλας. “Ο παππούς και η γιαγιά μου είναι οι πιο καλοί του κόσμου γι΄ αυτό πάντα εδώ, σιμά μου, ας τους έχει ο θεός μου”. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί η αγάπη που πηγάζει απ΄ τις άδολες παιδικές ψυχούλες για τις δύο αυτές μορφές! Πρόσωπα που μαζί με τους φυσικούς γονείς, είναι τόσο κοντά τους, και σε πολλές περιπτώσεις, παίζουν και το ρόλο του γονιού, όταν αυτός αναγκάζεται κάτω από το φόρτο των εργασιακών του υποχρεώσεων, φαινόμενο καθόλου σπάνιο στην εποχή μας, να εμπιστευτεί το παιδί του σε χέρια στοργικά και συνάμα ασφαλή σαν τα δικά του. “Παππούς και γιαγιά! Δύο πρόσωπα που λατρεύω κι αγαπώ και επίσης μ΄ αγαπούν απεριόριστα” (Άννα) “Ο παππούς και η γιαγιά μου είναι δύο γλυκιοί άνθρωποι. Είναι ότι καλύτερο υπάρχει στη ζωή μου γιατί αυτοί φρόντιζαν τον αδερφό μου κι εμένα, όταν ήμασταν μικρά, για να πάνε οι γονείς μας στη δουλειά”. (Κική) “Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, πως άπλωνα τα χέρια μου ψηλά με την ελπίδα πως κάποιος θα με πάρει στην αγκαλιά του. Κάποια άλλα χέρια, εκτός απ’ των γονιών μου, απαντούσαν στο κάλεσμα αυτό, χέρια πιο σκληρά, πιο γερασμένα που ήταν πάντα κοντά μου και με σήκωναν ψηλά με αγάπη και στοργή. Δύο πρόσωπα τόσο ζεστά….ο παππούς και η γιαγιά μου” (Χρήστος) Χρειάζεται να πούμε κι άλλα; Ας αφήσουμε να συνεχίσουν οι μικροί μας φίλοι, και να διακρίνουμε μέσα απ΄ τα απλά τους λογάκια τη λατρεία που νιώθουν για τους “διπλούς γονιούς των”. “Ο παππούς και η γιαγιά ομορφαίνουν και γλυκαίνουν τη ζωή μου” (Γιάννης) “Είναι οι δεύτεροι γονείς μου. Δε μένουν μαζί μας αλλά τους βλέπω κάθε μέρα”. (Νίκος) “Μ΄ αρέσει να βρίσκομαι κοντά τους γιατί τους αγαπώ πολύ και επίσης ασχολούνται με τα εγγόνια τους”. (Θοδωρής)
Ποιοι είναι: Έφη: “Έτσι μεγάλωσα μαζί τους…” Ο παππούς κι η γιαγιά μου μένανε και δουλεύανε πολλά χρόνια στη Γερμανία. Είχα όμως την τύχη να΄ ρθουν και να μείνουν για πάντα στην Ελλάδα όταν εγώ γεννήθηκα. Έτσι μεγάλωσα μαζί τους αφού η μαμά μου δουλεύει. Κάθε καλοκαίρι πάμε στο χωριό τους, στη Θάσο, ο παππούς κάνει μέρες να διορθώσει το σπίτι, την αυλή, τον κήπο. Πάντα λεει ότι κουράζεται, αλλά εγώ ξέρω ότι κατά βάθος του αρέσουν αυτές οι δουλειές. Μου αρέσει να βοηθώ κι εγώ, όσο μπορώ, τη γιαγιά στο σπίτι. Δε ζήσανε πολλά χρόνια στο χωριό αλλά έχουν τις ομορφότερες αναμνήσεις από εκείνη την εποχή…… Παναγιώτης: “Δε μου χαλάει ποτέ χατίρι…..” Η γιαγιά μου η Καλλιόπη μένει στο χωριό “Γέροντα” της Καβάλας, κοντά στην Χρυσούπολή. Είναι μέτρια στο ανάστημα, έχει ωραία πράσινα μάτια και μαύρα μαλλιά (χωρίς να τα βάφει). Δε μου χαλάει ποτέ χατίρι και πάντα παίρνει το μέρος μου όταν η μαμά με μαλώνει. “Λυπάται εύκολα” και είναι “ανοιχτοχέρα”…… Χρήστος: “Χέρια σκληρά σαν πέτρα….” Ο παππούς μου είναι ο Θεμελής που τα χέρια του είναι σκληρά σαν πέτρα γιατί είναι χτίστης. Η γιαγιά μου είναι η Γιαννούλα, μια ψηλή, όμορφή και στρουμπουλή γυναίκα που δουλεύει στα καπνομάγαζα (καπνεργοστάσια). Τα καλοκαίρια με περιμένουν σ΄ ένα πέτρινο σπιτάκι με μια μουριά στην αυλή, μια κατσικούλα και λίγες κοτούλες στο χωριό Θεολόγο της Θάσου. Πόσο μ΄ αρέσει να τρέχω πάνω στ΄ ασπρισμένα πεζούλια για να κυνηγήσω τις κότες και τις γάτες της γιαγιάς!” Χάρης “Ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς στη ζωή μου είναι η αγάπη που μου δίνουν…” Ο παππούς και η γιαγιά μου έζησαν και ζουν στην Αλβανία. Η Πρεμέτη και το Αργυρόκαστρο είναι οι πατρίδες τους. Τώρα είναι γεωργός, παλιότερα όμως, μαζί με το δίδυμο αδελφό του ήταν δάσκαλοι. Η γιαγιά παλιότερα δούλευε σ΄ ένα γραφείο σαν υπάλληλος. Τριαντάφυλλος-Σαββατούλα “Ένα όμορφο σπιτάκι στο χωριό”….Η γιαγιά μου έχει γκριζόασπρα μαλλιά, φορεί γυαλιά κι είναι λίγο….χοντρή. Ο παππούς δεν έχει καθόλου μαλλιά αλλά έχει …. μεγάλη κοιλιά….Μένουν σ΄ ένα όμορφο σπιτάκι στο χωριό με πολύ ωραίο κήπο. Είναι κι οι δύο συνταξιούχοι, έτσι έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο….. Σαββατούλα: “Χαίρονται πολύ όταν πηγαίνω εκεί και η γιαγιά μου έχει πάντα νόστιμα ζεστά κουλουράκια που τα φτιάχνει μόνη της και είναι τα πιο νόστιμα στον κόσμο…..”Κάθε πρωί που ξυπνάω, όταν βρίσκομαι το σπίτι τους, τρέχω στο κοτέτσι και μαζεύω τα φρέσκα αυγά που γέννησαν οι κοτούλες. Τα βάζω σ΄ ένα μικρό καλάθι και τα φέρνω στο σπίτι.Χαίρομαι πολύ όταν ασχολούμαι με τα ζώα. Μαζί με τον παππού ταίζουμε τις κοτούλες και τα κουνελάκια. Εκείνος με καμαρώνει όταν τα φροντίζω γιατί κι αυτός τ΄ αγαπάει πολύ και λεει ότι σ΄ αυτό του έμοιασα. Με τη γιαγιά περιποιούμαστε τα λουλούδια. Μου έχει μάθει πότε και πώς πρέπει να τα ποτίζω, πώς τα φυτεύουν και από πού πρέπει να τα κόβω. Ακόμη με τη γιαγιά φτιάχνουμε τσουρέκια. Μ΄ αφήνει να κάνω διάφορα σχέδια με το ζυμάρι….. Τριαντάφυλλος: Πολλές φορές πηγαίνω με τον παππού στο χωράφι και βοηθάω στο πότισμα, στο σκάλισμα και στο μάζεμα των ξερών χόρτων. Όταν κουραζόμαστε ξαπλώνουμε κάτω απ΄ τον ίσκιο της μεγάλης ελιάς. Εκεί τρωμε ζεστό χωριάτικο ψωμί, φρέσκο τυράκι, ντομάτες και φρούτα από τα δέντρα μας και πίνουμε δροσερό νερό απ΄ το πηγάδι που υπάρχει εκεί. Όταν έρχεται το ζεστό καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα μαζί. Ο παππούς μου είναι πολύ καλός κολυμβητής και μ΄ έχει μάθει να κάνω βουτιές. Η γιαγιά φοβάται πολύ και συνέχεια φωνάζει να προσέχουμε….. Γιάννης: Οι γονείς της μαμάς μου κατοικούν στο χωριό “Πολυκάρπη” κοντά στην Αριδαία Έδεσσας, στο Ν. Πέλλας. Τον παππού μου τον λένε Γιάννη και, τώρα, δουλεύει σαν φύλακας σε σχολικά κτίρια. Ασχολείται όμως και με τη γεωργία. Παράγει ροδάκινα και τον βοηθάει και η γιαγιά η Μένια. Μένουν σ΄ ένα πολύ μεγάλο σπίτι με αυλή, κήπο με λουλούδια και πολλά δέντρα. Νίκος “Η γιαγιά φωνάζει όταν με τη μπάλα της χαλάμε τα λουλούδια”….Γεννήθηκαν και οι δύο στην Καβάλα και μένουν σ΄ ένα μικρό σπιτάκι με αυλή όπου η γιαγιά έχει πάρα πολλά λουλούδια: τριανταφυλλιές, γεράνια, γαρδένια, γαρίφαλα κι έναν κάκτο με χιλιάδες αγκάθια…. Τα φροντίζει όλα με αγάπη και φωνάζει όταν παίζουμε μπάλα και της τα χαλάμε. Βοηθάει η γιαγιά τη μαμά μου για να μπορεί να δουλεύει. Πόσο όμορφά φαγητά φτιάχνει! Το κοτόπουλο με τις πατάτες είναι νοστιμότατο φτιαγμένο από τα χέρια της. Ο παππούς είναι λίγο χοντρούλης με άσπρα μαλλιά. Με πηγαίνει βόλτες με το αυτοκίνητο και διορθώνει το ποδήλατό μου, όταν χαλάει. Είναι πολύ καλός στο ψάρεμα και….. όταν μεγαλώσω θα του πάρω μια βαρκούλα. Θωμάς “Τρελαίνομαι για τις πίτες της γιαγιάς” Ο παππούς μου είναι κτηνοτρόφος, δούλευε όμως και σαν αγροφύλακας. Μου αρέσει να πηγαίνω τα Χριστούγεννα στο χωριό που μένει με τη γιαγιά, για να τους βλέπω βέβαια αλλά και γιατί…. τρελαίνομαι για τις νόστιμες πίτες της γιαγιάς μου. Εξ΄ άλλου έχω και φίλους εκεί και περνώ ωραία. Τζουλιάν “Σκληρή δουλειά”. Έχουν μεγάλο σπίτι με αυλή και στάβλο. Στην αυλή η γιαγιά μου έχει λουλούδια και τέσσερα δέντρα: δαμασκηνιά, μηλιά, καρυδιά και μια βελανιδιά. Σ΄ ένα χωριό της Αλβανίας ζουν ο παππούς και η γιαγιά μου και είναι αγρότες. Έχουν και ζώα, αγελάδες, γουρουνάκια, άλογα, κατσίκια, κοτόπουλα κι έναν κόκορα. Η ζωή τους είναι δύσκολη και για να βγάλουν το ψωμί τους πρέπει να δουλέψουν σκληρά….. Τζίνα: “Για τη Τζίνα, το εγγονάκι μας αισθανόμαστε δύο φορές γονείς. Είναι καλό παιδί και μας αγαπάει και παρ΄ όλο που είναι μικρό, μας σέβεται και μας εκτιμάει. Μαζί της περνάμε όμορφα. Μας δίνει χαρά και γέλιο”. Αυτά λένε για μένα ο παππούς και η γιαγιά. Κατοικούν στην πόλη μας κι είναι συνταξιούχοι. Άννα “Μετανάστες στην Αυστραλία” Οι δικοί μου, παππούς και γιαγιά είναι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι. Ότι φτιάξανε το κάνανε με πολύ κόπο και αγάπη. Στα πρώτα χρόνια του γάμου τους γνώρισαν τη φτώχεια και ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία παίρνοντας μαζί και τη μητέρα μου που ήταν τότε δύο χρονών. Εκεί δούλεψαν πολλά χρόνια κι απ΄ ότι μου λεει η μαμά μου, είχε πάντα ζέστη. Ακόμα και το χειμώνα το κρύο δεν ήταν τσουχτερό όπως εδώ και ούτε γνώρισαν το χιόνι. Όταν εδώ στην Ελλάδα, είχε χειμώνα, εκεί είχε καλοκαίρι και το αντίθετο. Έμειναν δέκα χρόνια στην ξενιτιά. Τώρα ζουν εδώ, κοντά μας. Ο παππούς είναι επιπλοποιός κι η γιαγιά ασχολείται με το σπίτι, τον κήπο με τα πανέμορφα λουλούδια της και τα νόστιμα φαγητά και γλυκά της. Κική “Στο ορεινό χωριό μας” “Ζουν σ΄ ένα ορεινό χωριό της Καβάλας, στις Κορυφές”. Παλιά ο παππούς μου ήταν κτηνοτρόφος. Είχε κατσικάκια που τα έβοσκε στο βουνό. Τώρα έχει μόνο τα σκυλιά και μαζί μ΄ αυτά πηγαίνει στο κυνήγι. Το Φθινόπωρο κόβει ξύλα από το δάσος για τη σόμπα της γιαγιάς. Η γιαγιά ασχολείται με το σπίτι και τον κήπο. Το Φθινόπωρο μαζεύει κάστανα απ΄ το βουνό και μας τα ψήνει στη σόμπα όταν πηγαίνουμε τις Κυριακές. Αντώνης “Από νωρίς στη δουλειά….” Παλιά η γιαγιά μου ξυπνούσε πολύ νωρίς με τον μπαμπά της, το Χρήστο και πήγαιναν στο χωράφι. Τους ξυπνούσε ο κόκορας. Δεν υπήρχαν σχολεία για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα σ΄ όλα τα χωριά κι έτσι από μικρά μάθαιναν την δουλειά. Οι αγροτικές δουλειές ήταν δύσκολες γιατί γίνονταν χωρίς μηχανήματα. Όργωναν με τα άλογα και τα βόδια. Δούλευαν στο χωράφι απ΄ το ξημέρωμα έως το βράδυ και οι γυναίκες μαγείρευαν αργά τα βράδια μετά τη δουλειά.
Μακρινές πατρίδες και ό,τι έφεραν μαζί τους. Δύσκολα χρόνια προσφυγιάς, στέρησης και μόχθου. Μαζί κουβαλούν πίκρες, πόνο αλλά και ωραία έθιμα ιστορίες και τραγούδια. Από τη Σαμψούντα του Πόντου ήρθε η προγιαγιά μου με τα παιδιά της. Ήρθαν με πλοίο την εποχή του Ε. Βενιζέλου. Ήταν γεωργοί. Οι Τούρκοι έκαψαν τα σπίτια τους. Έφυγαν, όσοι σώθηκαν στα βουνά και έζησαν με χόρτα και νερό κρυμμένοι για ένα μεγάλο διάστημα από τρύπα σε τρύπα κι από δέντρο σε δέντρο. Προδόθηκαν όμως και αποδεκατίστηκαν. Μαζί σκοτώθηκε και ο πατέρας της γιαγιάς μου. Έχασαν ότι είχαν και δεν είχαν και έτσι κατεστραμμένοι ήρθαν στην Ελλάδα. Οι προπαππούδες του πατέρα μου ήρθαν κι αυτοί ταλαιπωρημένοι και διωγμένοι από το χωριό “Τροχό” κοντά στην “Κόνια” και στο “Νίγντε”. Γιάννης “Από την Τραπεζούντα ήρθαν οι γονείς του παππού, ενώ η καταγωγή της γιαγιάς μου είναι από το Αϊδίνι της Μ. Ασίας”. Ένα ποντιακό έθιμο για την εποχή της ανομβρίας που είπε ο παππούς: Τα παιδιά κρατούσαν ένα σκιάχτρο στα χέρια, το έριχναν στο νερό και τραγουδούσαν. Έτσι πίστευαν ότι θα ερχόταν η βροχή. Κι ακόμα ένα Πασχαλινό έθιμο: Τα παιδιά έλεγαν τα “πασχαλινά κάλαντα κρατώντας από ένα καλάθι στολισμένο με βάγια και ένα ξύλο όπου οι νοικοκυρές εκεί έβαζαν τα κουλούρια που έφτιαχναν αποβραδίς. Όλοι οι πρόγονοι του παππού και της γιαγιάς ήρθαν εδώ, στην Ελλάδα την περίοδο του ξεριζωμού για να γλιτώσουν απ΄ τους Τούρκους αφήνοντας πίσω σπίτια, περιουσίες, φίλους και συγγενείς και παίρνοντας, κάποιες εικόνες και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Θόδωρος “Οι εμπειρίες του παππού και της γιαγιάς είναι ατελείωτες. Πατρίδα της ήταν η Πετρούσα της Δράμας. Όταν ήταν τριών χρονών ήρθαν οικογενειακώς στη Δράμα φορτώνοντας τα ελάχιστα υπάρχοντά τους σ΄ ένα κάρο, βάζοντας πάνω-πάνω το “σοφρά” το κοντό στρογγυλό τραπέζι. Πατρίδα του παππού μου είναι η Καβάλα αλλά η καταγωγή του από το Μάλτεπε της Κων/πολης. Με τις λίρες που έφερε κρυμμένες σ΄ ένα μαντίλι αγόρασε ένα σπίτι και δύο κάρα με άλογα. Μ΄ αυτά μετέφερε πετρέλαιο. Αργότερα τα κάρα έγιναν βυτία και αργότερα τα βυτία φορτηγά που μετέφεραν πετρέλαιο σ΄ Ευρώπη και Ανατολή. Το 1974 στην Περσία και στη διάρκεια του πολέμου αποκλείστηκε και με πολλές περιπέτειες κατάφερε να διαφύγει πρώτα στη Ρωσία ύστερα στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα. Ένα έθιμο που έμαθα από τη γιαγιά μου για την Καθαρή Δευτέρα ήταν που έπλεναν όλες τις κατσαρόλες με στάχτη για να καθαρίσει κάθε ίχνος από κρέας αφού άρχιζε η νηστεία. Επίσης έδεναν σ΄ ένα ξύλο ένα κομμάτι χαλβά άσπρο και κουνούσε ελαφρά η γιαγιά το ξύλο με την κλωστή, που κρέμονταν ο χαλβάς, γύρω από το σοφρά και τα εγγόνια προσπαθούσαν να τον δαγκώσουν. Όποιος δάγκωνε το χαλβά ήταν ο τυχερός. Άννα Κάθε χρόνο του “Θωμά” πηγαίνω στο χωριό για να δω το έθιμο που έχουν εκεί με τον παραδοσιακό “Ποντιακό γάμο” και το γνωστό “κεσκέκι” που μοιράζουν στο τέλος. Με συνοδεύουν ο παππούς και η γιαγιά. Τρωμε μαζί αυτό το παραδοσιακό φαγητό που μοιράζεται σε όλους. Κική Οι παππούδες μου κατάγονται από την Κερασούντα της Μ. Ασίας. Οι δικοί τους ήρθαν από΄ κει διωγμένοι κι ύστερα από ταλαιπωρίες εγκαταστάθηκαν στις Κορυφές, το χωριό όπου ζουν μέχρι σήμερα. “Αγκανίν τασινέ πακ Κιοζ λεριμίν γιασινά πακ……” Ένα τραγουδάκι που θυμούνται από τότε…… Τζίνα “Στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί”…..Από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας ήρθαν οι γονείς του παππού. Είχαν πολλά λεφτά και τα έκρυψαν στους τοίχους του σπιτιού του εκεί, πριν φύγουν, για να τα διαφυλάξουν από τους Τούρκους. Πέρασαν στη Μυτιλήνη κι από εκεί στην Καβάλα μ΄ ένα απ΄ τα καΐκια που είχαν. Ύστερα από χρόνια επέστρεψαν στην Τουρκία αλλά οι Τούρκοι δεν τους άφησαν να ξαναπάρουν το σπίτι τους και οι λίρες παρέμειναν θαμμένες στους τοίχους. Η μητέρα της γιαγιάς μου στη Γερμανική Κατοχή πούλησε ότι χωράφια είχε για λίγο λάδι να ταΐσει τα παιδιά της και η ίδια έγινε καπνεργάτρια. Χρήστος: “Η προγιαγιά μου η Ταρσή”. Ήρθε κοριτσάκι από τη Μ. Ασία. Ήταν δύσκολα τα χρόνια της προσφυγιάς κι αυτά ακολούθησαν ακόμα δυσκολότερα δύο πόλεμοι, Κατοχή….Πολέμησε τους κατακτητές και τη συνέλαβαν. Τη χτύπησαν και τη φυλάκισαν. Εκείνη όμως με το ένα χέρι κρατούσε το όπλο και με τ΄ άλλο το καρβέλι για να ταΐσει τα τρία της παιδιά. Πριν από χρόνια της έδωσαν μετάλλιο από το Υπουργείο Εθ. Άμυνας σαν δείγμα τιμής.
Μού΄λεγε η γιαγιά……. Ποιος ισχυρίζεται, αλήθεια, ότι σήμερα δεν υπάρχει πια η παλιά εκείνη εικόνα του παππού ή της γιαγιάς που καθισμένοι γύρω από το τζάκι διηγούνται τις όμορφες ιστορίες στα μικρά εγγόνια τους ή κρατώντας τα μικρότερα στην αγκαλιά τους τ΄ αποκοιμίζουν με γλυκά νανουρίσματα και παραμύθια; Άραγε ισχύει απόλυτα ότι αυτή τη θέση του παραδοσιακού παππού-γιαγιάς σήμερα υποκατέστησε το απρόσωπο “μαγικό κουτί” που λέγεται τηλεόραση; Ας αφήσουμε αυτό να μας το πουν οι μικροί μας φίλοι….. Μου λεει η γιαγιά και ο παππούς…..: Χρήστος: Ένα νανούρισμα για να κοιμηθώ, θυμάμαι που μου έλεγε η γιαγιά κρατώντας με στην αγκαλιά της: “Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και το δικό μου, μικρό, μικρό σου το΄ δωσα μεγάλο φέρε μου το”….. Σαββατούλα: Του παππού του αρέσει να μου λεει ιστορίες κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Ξαπλώνει δίπλα μου, κι ενώ μου χαϊδεύει τα μαλλιά, μου διηγείται διάφορες περιπέτειες για αρκούδες, λύκους και πρόβατα, σπηλιές και καράβια…. Μου αρέσουν πολύ εκείνες οι ώρες! Έφη: Ένα τραγούδι από την πατρίδα του, τη Θάσο μου τραγουδούσε ο παππούς όταν ήμουν μωρό: “Μες στα πετρωτά μια πέρδικα πετά. καν΄ τηνα έτσι, καν΄ τηνα έτσι την ψηλή λιγνή σου μέση….” Άννα: Η γιαγιά, τις ώρες που δεν ασχολείται με το σπίτι, κάθεται και μας λεει όμορφα παραμύθια και ιστορίες. Αρέσει πολύ στην αδερφή μου κι εμένα όταν ο παππούς μας ανεβάζει στην πλάτη του και κάνει το αλογάκι. Κική: Τα κρύα Σαββατόβραδα του χειμώνα, τρώγοντας κάστανα ζεστά μας λένε, ο παππούς κι η γιαγιά μας τραγουδάκια που τους λέγανε οι γονείς τους από την Κερασούντα του Πόντου: “Δες της Άγκυρας τα βράχια και των ματιών μου τα δάκρυα…..” Τζίνα: Ένα θρύλο από τη Μυτιλήνη και από το χωριό της μου έχει πει η γιαγιά: Υπάρχει λεει ένα τεράστιο φίδι με κορώνα στο κεφάλι και φυλάει ένα θησαυρό. Ισχυρίζονται αρκετοί άνθρωποι ότι το έχουν δει. Κάποτε μάλιστα που κάποιες άνθρωπος έπαιρνε νερό από ένα αυλάκι για να ποτίσει το χωράφι του, το νερό σταμάτησε να τρέχει, στέρεψε το αυλάκι. Ο άνθρωπος ξαφνιασμένος, ακολούθησε το αυλάκι για να δει τι συνέβη. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του το φίδι κουλουριασμένο και μέχρι σήμερα θυμάται το φόβο που ένιωσε. Αυτά και πόσα άλλα ακόμα θα μπορούσαν να σας πουν τα μικρά εγγόνια σας σαν ένδειξη της αγάπης τους. Ας τ΄ αφήσουμε όμως να κλείσουν αυτό το μικρό αφιέρωμα μ΄ έναν επίλογο που εκείνα επέλεξαν…. Αγαπώ τον παππού και τη γιαγιά και κάθε βράδυ παρακαλώ το Χριστούλη και την Παναγίτσα να τους έχει καλά. (Νίκος, Άννα, Γιάννης). Προσπαθώ να μην τους δυσαρεστήσω ποτέ γιατί είναι πολύ καλοί κι οι δύο τους, μ΄ αγαπούν πολύ και δε μου χαλούν ποτέ χατίρι. (Τριαντάφυλλος) Κι εγώ νοιάζομαι, γι΄ αυτούς και προσπαθώ να μην τους κουράζω (Σαββατούλα). Μου αρέσει πολύ να μιλάει ο παππούς κι η γιαγιά για τα παλιά χρόνια και εύχομαι να ζήσουν και οι δύο πολλά χρόνια για να ακούω τις όμορφες ιστορίες τους. (Έφη). Οι εμπειρίες του παππού και της γιαγιάς είναι ατελείωτες. Εύχομαι κι εγώ κάποτε να διηγηθώ τη δική μου ιστορία στα δικά μου εγγόνια. (Θόδωρος). Όταν πέφτω να κοιμηθώ και κλείνω τα μάτια μου, φέρνω στο μυαλό μου αυτούς τους ανθρώπους και για όλα αυτά που μου προσφέρουν, παρακαλώ να είναι γεροί κι ευτυχισμένοι (Χρήστος).
Η επίσκεψή μας στο Γ΄ Κ.Α.Π.Η. Καβάλας και η εκδήλωση που οργανώσαμε εκεί. Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα στους παππούδες και γιαγιάδες μας, θελήσαμε να κάνουμε πράξη όλη την ευαισθησία μας. Η επίσκεψη στο Γ’ Κ.Α.Π.Η Καβάλας έγινε την Τετάρτη 23-5-01 στις 10 π.μ. Είχαμε ειδοποιήσει μέρες πριν τους υπεύθυνους κι έτσι μας περίμεναν. Τις λεπτομέρειες θα μας τις αφηγηθούν και πάλι τα παιδιά με τον αυθόρμητο και χαριτωμένο τρόπο τους:
"Η εκδήλωση ήταν οργανωμένη ωραία. Ήταν μεγάλη χαρά." "Λίγες μέρες πριν είχαμε κάνει κάποιες πρόβες στο σχολείο". "Είχαμε κάνει καρτούλες με πολλές αφιερώσεις". "Όταν φτάσαμε χαιρετήσαμε τους ηλικιωμένους". "Εκεί ήταν όλων των παιδιών οι παππούδες και οι γιαγιάδες." "Είπαμε, σαν χαιρετισμό, μια ομιλία η φίλη μου η Γιώτα κι εγώ." "Τα παιδιά της τάξης μου ετοιμάσαμε ένα σκετς, μια μικρή παράσταση. Όλοι γέλασαν πολύ μ΄ αυτό." "Μετά απ΄ το σκετς είπαμε ποιήματα και τραγουδήσαμε τρία τραγούδια για την γιαγιά και τον παππού." "Τελευταίο τραγούδι ήταν το: “Μήλο μου κόκκινο” και δεν τραγουδήσαμε μόνο εμείς, αλλά και οι ηλικιωμένοι όλοι μαζί και χορέψαμε." "Η δασκάλα μας, έβγαλε φωτογραφίες και ο κύριος Μιχάλης μάς τραβούσε ταινία με κάμερα." "Κάναμε και ερωτήσεις στους παππούδες κι εκείνοι μας απαντούσαν." "Στο τέλος μας μίλησε με πολλή αγάπη η υπεύθυνη του Κ.Α.Π.Η." "Τους δώσαμε μικρές καρτούλες και μας κέρασαν κρουασάν και πορτοκαλάδες.” Εγώ ήθελα να ξαναπάω εκεί να τους ξαναδώ. Τελειώνοντας αξίζει ένα μεγάλο “μπράβο” σ΄ όλους τους μαθητές της Γ1 τάξης του 11ου Δ. Σχολείου του σχολικού έτους 2000-01 που βοήθησαν: στην συγκέντρωση υλικού για την εργασία μας, στην εκδήλωση μας στο Γ΄ Κ.Α.Π.Η. (σκετς, ποιηματάκια, μικρούς…. δημοσιογράφους, τραγούδια).
|