Κοσμάς Χαρπαντίδης
Κεντρική σελίδα ] Επάνω ] Χαράλαμπος Γαμβρέλης ] Κώστας Καρακίτσος ] Γιάννης Κουκιάς ] Αργύρης Μπακιρτζής ] Γιώργος Μπότσιος ] Θεόδωρος  Παπαδόπουλος ] Νίκος Ρουδομέτωφ ] Δημοσθένης Σωτηρούδης ] [ Κοσμάς Χαρπαντίδης ]

 

Κοσμάς Χαρπαντίδης*

Ο Κ. Χαρπαντίδης ( μέση της τελευταίας σειράς) στη Β΄ Δημοτικού.

ΤΟ ΑΒΑΤΟ

Mας είχαν απαγορεύσει να μπούμε στο υπόγειο του σχολείου μας. Ηταν άβατο. "Οποιος παρακούσει τις εντολές μου θα τιμωρηθεί", μας είχε προειδοποιήσει αυστηρά ο Διευθυντής του 12ου Δημοτικού, την ώρα της γραμμής κι εκτόξευσε την περιέργειά μας στα ύψη. Τι κρυβόταν άραγε στα υπόγεια και ήθελε πάση θυσία να το προφυλάξει;
 Στην παρέα μου ήμασταν πολύ περίεργοι και καθόλου υπάκουοι, παρ΄όλο που οι περισσότεροι μας θεωρούσαν καλούς μαθητές και "καλά" παιδιά. Η απαγόρευση αυτή έκανε την φαντασία μας να θεριέψει και ενθαρρυμένοι από τις ταινίες του Αττικόν και των Ολυμπίων, στο πνεύμα των φιλμ με έντονο πολεμικό και κατασκοπευτικό περιεχόμενο, όπου οι γενναίοι δεν πτοούνται και δεν λυγίζουν, αποφασίσαμε πως δεν θα αφήναμε την πρόκληση αυτή αναπάντητη.
 Τι μας έκρυβε ο Διευθυντής, τι δεν ήθελε να αποκαλυφθεί; Ανάμεσα στις απαντήσεις που δίναμε κυριαρχούσε εκείνη πως μας έκρυβε ταινίες αμερικανικές με ακατάλληλο περιεχόμενο, ερωτικές και σεξ, που δεν ήθελε να δούμε στην αίθουσα παραστάσεων του σχολείου, που το χρησιμοποιούσαμε πια μόνο για τον εορτασμό των εθνικών εορτών ή το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων με έντονο πατριωτικό περιεχόμενο και όχι για προβολές ταινιών, έστω και του κατηχητικού.
 Όμως ο φίλος μου ο Γιάννης διαφωνούσε με όλα αυτά και  πίστευε πως στα υπόγεια κρύβονταν ένα πολεμικό καταφύγιο και μια δίοδος που οδηγούσε από το σχολείο στη θάλασσα, καθώς και μια άλλη, που συνέδεε το σχολείο με την εκκλησία του Αη Γιάννη. Ο Γιάννης είχε ακούσει ότι στην πόλη μας υπήρχαν κρυφές δίοδοι που συνέδεαν το κάστρο της πόλης με το λιμάνι και τα καλαφατιά και πως αυτά τα λαγούμια σε διαφορετικά σημεία διέτρεχαν την παλιά συνοικία της Καβάλας, την Παναγία και φημολογούνταν πως κατασκευάστηκαν από τους Τούρκους κατακτητές και πως κανείς δεν τολμούσε να τις διασχίσει, επειδή ήταν στοιχειωμένες και δεν ήταν σίγουρο τι θα συναντούσε μέσα στην σκοτεινιά τους.
 Κάθε διάλειμμα, όταν χτυπούσε το κουδούνι και δεν είχαμε χρήματα να πάρουμε από τον Ανανία ούτε ένα κουλούρι, πηγαίναμε προς την πόρτα του υπογείου και δήθεν λοξοδρομώντας, προσπαθούσαμε να την ανοίξουμε. Σπρώχναμε, αλλά αυτή έστεκε ακλόνητη στην θέση της.
 Μετά από πολλές προσπάθειες και μετά από καιρό η πόρτα, ω του θαύματος, άνοιξε από ένα τυχαίο πέσιμο επάνω της του Βασίλη κι αποκάλυψε το μυστηριώδες υπόγειο.
 Αποσβολωμένοι και οι τρεις σταθήκαμε εμπρός της και κοιτάξαμε την σκοτεινιά που απλωνόταν εμπρός μας. Δεν ξέραμε αν έπρεπε να προχωρήσουμε ή όχι. Φοβόμασταν και στο μυαλό μας περνούσαν οι αυστηρές συστάσεις του κυρίου Διευθυντή.
 Μια μυρωδιά από μούχλα, ξύλο και καπνό πίπας ερχόταν στα ρουθούνια μας και εκτόξευσε την περιέργειά μας στα ύψη. Ποιος θα έκανε την αρχή και θα προχωρούσε, ποιος θα ξεκινούσε και θα έδινε το στοίχημα της επέλασης; Κοιταζόμασταν στα μάτια και φοβόμασταν να μη χτυπήσει το κουδούνι και βρεθούμε μακριά από το μυστήριο.
 Ο Γιάννης προχώρησε πρώτος και εμείς τον ακολουθήσαμε. Ηταν μια μεγάλη σκοτεινή αίθουσα με παλιά θρανία, γραφεία δασκάλων, παλιές ξύλινες ντουλάπες, η παλιά κινηματογραφική μηχανή που κάποτε μας πρόβαλαν αμερικάνικα ντοκυμανταίρ για την προφύλαξη των αμάχων σε καιρό πολέμου και οδηγίες για μια επερχόμενη πυρηνική καταστροφή, μπομπίνες από ταινίες σε κουτιά χάρτινα, παλιά περιοδικά σε κουτιά, "Διδασκαλικόν Βήμα" και μητρώα μαθητών, καρτέλες με ονόματα και χαλασμένες σφαίρες της υδρογείου.
 Η απογοήτευση κυριάρχησε μέσα μας. Ώστε μόνο αυτό ήταν…
 Προχωρήσαμε στις μύτες των ποδιών μας στην άκρη της αίθουσας και βρήκαμε μια άλλη πόρτα. Ηταν κλειστή και δεν ξέραμε πού οδηγεί. Τη σπρώξαμε και άνοιξε κι αυτή εξ ίσου εύκολα. Θέλαμε να συνεχίσουμε, αλλά εκείνη την στιγμή ακούσαμε το κουδούνι να χτυπά και το εξερευνητικό μας όνειρο να τερματίζεται. Ο Γιάννης και ο Βασίλης ήθελαν να γυρίσουμε, αλλά εγώ επέμενα να συνεχίσουμε για να δούμε τι κρύβεται παρακάτω.
 Εξ άλλου από την στιγμή που παραβιάσαμε το άβατο, η τιμωρία ήταν σίγουρη.
 Μπροστά μας ανοιγόταν ένας διάδρομος, φωτισμένος από μια μόνο λάμπα. Υγρός, μακρύς και μισοφωτισμένος οδηγούσε στην τελευταία πόρτα, που ήταν ανοιχτή και από την οποία το φως της ημέρας έβγαινε σε φέτες, ενώ ακουγόταν μια υπερκόσμια μελωδία, ανάμεσα σε σκρατς και σκρουτς, μια μελωδία με φωνές αγγελικές, που σε ανύψωναν σε μια σκάλα ουράνια. Αραγε φτάσαμε στον Αδη, φτάσαμε σε άδυτα που δεν φανταζόμασταν ποτέ;
 Σπρώξαμε την πόρτα κι ανοίχτηκε μπροστά μας μια ακρογιαλιά. Θάλασσα καταγάλανη, αμμουδιά, λουόμενοι, παιδιά με μπάλες χρωματιστές, μια βάρκα με πανιά στο βάθος, κολυμβητές και ναυαγοσώστες, ένας ουρανός χωρίς σύννεφα και ο ήλιος να καίει, ενώ ένα μικρό κανίς γαύγιζε σχεδόν χαμηλά, κοντά στα πόδια μας.
Hταν μια σκηνή καλοκαιριού γνώριμη, που μας μίλησε αμέσως μέσα στην καρδιά του χειμώνα και μας ζέστανε την ψυχή και τα κρύα μας χέρια. Ξαφνικά η μέρα έγινε ηλιόλουστη, όπως στον πίνακα.
 Παραδίπλα σε μια βεράντα εξοχικού καθόταν μια παρέα από κυρίες και μια από αυτές αντίκριζε το πέλαγος με κιάλια, ενώ μια άλλη έτρωγε γλυκό του κουταλιού και μια τρίτη έπλεκε πάνω σε ένα καμβά. Το εξοχικό είχε μια στρογγυλή βεράντα με υπερυψωμένο μαρμάρινα κολωνάκια και ήταν μια σκηνή αναψυχής, ίσως μετά το πρωινό ή και μετά το απόγευμα, ανάλογα με την θέση που θα ερμήνευες την παρουσία του ήλιου.
 Η μουσική συνέχιζε να ακούγεται, αλλά πουθενά ψυχή ζώσα. Μόνο ζωή απεικονισμένη και μια ηδονή, συνδυασμένη με την έκπληξη για το απροσδόκητο θέαμα. Ψηλαφίσαμε σαν πρωτόγονοι τον μεγάλο καμβά που ήταν ζωγραφισμένη η θάλασσα και οι φιγούρες και τότε αντιληφθήκαμε πως ήμασταν μπροστά σε ένα σκηνικό, που μας έκλεινε την θέα από το υπόλοιπο δωμάτιο.
 Το έργο ήταν τελειωμένο και πίσω από αυτό μάς αποκαλύφθηκε το εργαστήρι ενός ζωγράφου με καβαλέτα, πίνακες αραδιασμένους εδώ κι εκεί, χρώματα, μπογιές, παλέτες, ένα παραβάν που έκρυβε μια γωνιά από την κοινή θέα, η κρεμάστρα με τα ρούχα δουλειάς του καλλιτέχνη, φωτογραφίες και παλιές γκραβούρες, κενά τελάρα χωρίς ζωγραφιές, μισοτελειωμένες φιγούρες και τοπία.
 Κοιταζόμασταν σαν να είχαμε ανακαλύψει τον Παράδεισο. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, είχαμε καταπιεί τη γλώσσα μας από την έκπληξη και δεν μπορούσαμε να αρθρώσουμε κουβέντα. Να λοιπόν ποιο ήταν το άβατο, το εργαστήρι ενός καλλιτέχνη, ούτε υπόγειες στοές, ούτε σήραγγες, ούτε σκελετοί κουρσάρων ή πειρατών.
 Και ενώ εμείς περιεργαζόμασταν τον χώρο πίσω από το παραβάν πρόβαλε μια φιγούρα κοντή, που φορούσε ένα μπλε σκούρο γαλλικό μπερέ και μας πλησίασε με απορία.
-Πώς βρεθήκατε εδώ εσείς, δεν σας είπε ο Διευθυντής πως απαγορεύεται η είσοδος ;
Όλοι ψελλίσαμε καταφατικά, αλλά δηλώσαμε τη μεγάλη μας περιέργεια. Με το βλέμμα μας ικετεύαμε την συγχώρεση. Μπροστά μας η τιμωρία ήταν πιο σίγουρη από ποτέ, ο άγνωστος κύριος θα μας παρέδιδε στον κύριο Διευθυντή και τότε ποιος μας έσωζε.
 Ο ζωγράφος κατευθύνθηκε προς το μεγάλο γραμμόφωνο που έπαιζε,έβγαλε το δίσκο, τον έβαλε σε μια θήκη που έγραφε
Cantatas of J.S. Bach Nos 80 and 120 και στη συνέχεια ετοιμάστηκε να μας εξηγηθεί. Εμείς ζητούσαμε, με μάτια έτοιμα να κλάψουν, την επιείκειά του, να μη μας παραδώσει στα χέρια του αυστηρού Διευθυντή.
 Τότε εκείνος άπλωσε τα χέρια του και μας συστήθηκε σαν Άγγλος τζέντλεμαν, με μια ελαφριά ,αδιόρατη υπόκλιση, ή κάτι παρόμοιο.

-Μίλτων Ζωγράφος, καλλιτέχνης.

Έργο του Μ. Ζωγράφου (1958)

Εμείς ανταποδώσαμε προσφέροντας τα μικρά μας ονόματά και αναμένοντας την επόμενη κίνηση του κυρίου Μίλτωνα.
 Πριν προλάβει να μας πει ο,τιδήποτε, φωνές ακούστηκαν στο διάδρομο και αντιληφθήκαμε τον κύριο Διευθυντή με την δασκάλα μας κυρία Πολυξένη Λεγγίδου να μας ψάχνουν και να κατευθύνονται προς το άδυτο. Ήδη είχαν περάσει είκοσι λεπτά από την απουσία μας, η οποία έγινε αισθητή στην τάξη και οι πάντες είχαν αναστατωθεί. Για εμάς δεν πέρασε τόση λίγη ώρα αλλά αισθανόμασταν σαν να είχε περάσει ένας αιώνας. Ηταν και οι δυο εμφανώς αναστατωμένοι και θυμωμένοι μαζί μας και σίγουρα θα ξεσπούσαν επάνω μας για τη λαχτάρα που τους προκαλέσαμε. Χώρια η τιμωρία, που τότε ήταν ξύλο και ορθοστασία με το σώμα στραμμένο στον τοίχο για μια ή και περισσότερες διδακτικές ώρες.
- Αγνοήσατε τις εντολές μου, μας ανήγγειλε αυστηρά ο Διευθυντής και ανησυχήσατε την δασκάλα σας, που σας έψαχνε παντού, οι γονείς σας ειδοποιήθηκαν και οι συμμαθητές σας έχασαν μια διδακτική ώρα εξ αιτίας σας. Θα σας τιμωρήσω παραδειγματικά!

 Ολοι αισθανθήκαμε τα χέρια μας να καίνε, να βγάζουν ατμούς καλύτερα, από την παχιά βέργα του κυρίου Διευθυντή, που δεν έσπαζε ποτέ. Μάλιστα χωρίς να μας χτυπήσει ακόμη είχαμε προϊδεαστεί για το ξύλο και ήδη πονούσαμε. Φανταζόμασταν πώς θα ήταν σε μια παραδειγματική τιμωρία, που σήμαινε θα έπεφτε πολύ ξύλο.
 Τότε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, όπου όλα αιωρούνταν από μια κλωστή, ο Μίλτων Ζωγράφος ακούστηκε να λέει:

-Δεν φταίνε τα παιδιά κύριε Διευθυντά. Εγώ τα κάλεσα να με βοηθήσουν στην μεταφορά των σκηνικών και ζητώ συγγνώμη, που δεν σας ενημέρωσα. Αλλά να, υπολόγιζα να μην τους απασχολήσω πολύ και δεν ήθελα να σας αποσπάσω από την δουλειά σας.
 Θέλαμε να τον αγκαλιάσουμε και να τον φιλήσουμε αυτόν τον άγιο άνθρωπο, που ίσως κατάλαβε τι μας περίμενε και μας έσωσε.
 Ο Διευθυντής αχνογέλασε και το μόνο που είπε σε τόνο μεταξύ συγκατάβασης και προσποιητής κατανόησης ήταν η φράση:

-Καλά Μίλτων, αλλά να κλείνεις την πόρτα σου άλλη φορά και να μην την αφήνεις ανοιχτή…


Ο Κ. Χαρπαντίδης στην τάξη μας


* Ο Κ. Χαρπαντίδης είναι λογοτέχνης