Θεόδωρος Παπαδόπουλος
Κεντρική σελίδα ] Επάνω ] Χαράλαμπος Γαμβρέλης ] Κώστας Καρακίτσος ] Γιάννης Κουκιάς ] Αργύρης Μπακιρτζής ] Γιώργος Μπότσιος ] [ Θεόδωρος  Παπαδόπουλος ] Νίκος Ρουδομέτωφ ] Δημοσθένης Σωτηρούδης ] Κοσμάς Χαρπαντίδης ]

 

Θεόδωρος  Παπαδόπουλος*

 


 Ο Θ. Παπαδόπουλος δύο ετών με την πρώτη του φωτογραφική μηχανή

 

 

ΧΩΡΙΟ

 

Γεννήθηκα στο Πολύνερο Καβάλας – το ομορφότερο χωριό του Πλανήτη. Εκεί  γνώρισα τον αέρα, το χώμα, τα ζώα, τα βουνά, το νερό, τον άνθρωπο. Εκεί έμαθα το άλφα και το βήτα. Εκεί κάθισα για πρώτη φορά σε θρανίο. Στο πρώτο θρανίο στην πρώτη τάξη γιατί από πίσω μου ήτανε οι μεγαλύτερες τάξεις. Θυμάμαι που πήγαινα σ’αυτό  το σχολείο με κάτι παπούτσια μεγαλύτερα από το μπόι μου και επειδή κουνούσα τα πόδια μου, αυτά πέφταν με θόρυβο με αποτέλεσμα ο δάσκαλος να μου βάζει τις φωνές. Ήτανε τότε που οι γονείς μου λείπανε στην Γερμανία, όπως και πολλοί άλλοι γονείς  παιδιών. Και αυτό, γιατί έψαχναν να βρούν μια λύση για τη φτώχεια τους  και τη δύσκολη ζωή του ορεινού χωριού. Ο μόνος πόρος που είχαν ήτανε η λιγοστή κτηνοτροφία και τα καπνά που αγόραζε το κράτος. Και όλα γίνονταν με τα ίδια τους τα χέρια. Κάπου αμυδρά μέσα στο μυαλό μου θυμάμαι να φόρεσα και εγώ τα ρούχα της βοήθειας που ερχότανε. Θυμάμαι ακόμη τους πρώτους  φίλους που γνώρισα στην ζωή μου και το παιχνίδι που κάναμε ελεύθεροι μέσα στη φύση. Θυμάμαι που παντού υπήρχαν νερά. Τόσα πολλά, που τρέχαν μέρα - νύχτα.

Ακούω ακόμη  μέσα στα αυτιά μου τα πουλιά να τιτιβίζουν. Τον γκιόνη  που τώρα έχω χρόνια να τον ακούσω, την κουκουβάγια και τις δεισιδαιμονίες  που λέγανε οι γέροι όταν την ακούγανε, τον αετό και το γεράκι να πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, τον λύκο και το τσακάλι  να ουρλιάζουν  τα βράδια  και την άλλη μέρα να μετράνε κάποιοι τις απώλειες από τα ζώα τους. Τη χορωδία με τα τζιτζίκια  και τα βατράχια τα καλοκαίρια, αλλά και τα κουδούνια από τις αγελάδες που επέστρεφαν το σούρουπο από τη  βοσκή και αφού έπιναν νερό στις γούρνες, μόνες τους παίρναν τον δρόμο για τον σταύλο. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού έχει φωλιάσει στην μύτη μου καθώς τη θυμάμαι να αναδύεται από τους πέτρινους φούρνους του χωριού. Ολόκληρη ιεροτελεστία και πανηγύρι γινότανε! Μαζεύονταν όλα τα παιδιά και παίρνανε το μερτικό τους. Κάτι σαν παιδικός φόρος μού φαντάζει σήμερα που το σκέφτομαι. Όλα τα παιδιά, ήτανε παιδιά όλων. Κάτι που σπάνια  βλέπω σήμερα.

Θυμάμαι τον φίλο μου και κολλητό μου τον Νικόλα, του Χαρελέμη τον εγγονό και τις σκανταλιές που κάναμε και μας κυνηγούσαν οι παππούδες μας. Τους ανθρώπους  στο καφενείο του Μπελεμπέλε να πίνουν το ουζάκι τους και να συζητάνε τις ειδήσεις που ακούγανε στα δυο - τρία το πολύ ραδιόφωνα βραχέων που υπήρχανε στο χωριό. Το λεωφορείο που όταν ερχότανε το μεσημέρι, σχεδόν όλοι τρέχαμε να δούμε τι καλό θα μας φέρει.

Και πόσα ακόμη θα μπορούσα να γράψω! Και όλα αυτά τα σκέφτομαι γιατί σήμερα το χωριό μου όπως και πολλά άλλα χωριά, τα περισσότερα δηλαδή, έχει ερημώσει. Και εμένα το χωριό μου με έχει επηρεάσει σε πολλά πράγματα. Από τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους,  μέχρι και αυτό που τελικά επέλεξα να κάνω. Βλέπω εκείνη την φωτογραφία μου που ούτε δύο χρονών δεν ήμουνα, να περπατάω καμαρωτός στο χωμάτινο σοκάκι κρατώντας την φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου. Ακόμη την έχω αυτή τη μηχανή και τη χρησιμοποιώ.

Σκέφτομαι πως τα σπίτια του χωριού μου πρέπει να είχανε ψυχή μέσα τους. Με το που τα παράτησαν πέσαν μόνα τους, θαρρείς και τα έπιασε κατάθλιψη.

Σίγουρα συνέβησαν πιο σημαντικά γεγονότα στην ζωή μου. Αλλά αυτά τα χρόνια είναι που κράτησα, ήτανε αυτά που  με οδήγησαν σε αυτό που είμαι σήμερα. 

 

 
Δείγμα δουλειάς του Θ. Παπαδόπουλου

 


*  O Θεόδωρος Παπαδόπουλος είναι φωτογράφος