Νίκος Ρουδομέτωφ
|
Νίκος Ρουδομέτωφ*
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΔΑΥΙΔ Ή ΔΑΥΙΔ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Ήταν Οκτώβρης του 1944. Μόλις είχαμε απελευθερωθεί από τους Βούλγαρους με την είσοδο του 26ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. στην Καβάλα, στις 13 του Σεπτέμβρη. Τα τρεισήμισι χρόνια της Βουλγαρογερμανικής κατοχής ήταν πλέον ένας φριχτός εφιάλτης που τελείωσε. Τα ίχνη του, όμως, φαίνονταν καθαρά σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Φτώχεια, πείνα, έλλειψη κάθε αγαθού στην αγορά που, και αν υπήρχε, δεν υπήρχαν τα χρήματα για να αγορασθεί. Η ανεργία ήταν καθολικό φαινόμενο και η εξαθλίωση γενική. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ, Αλληλεγγύης κλπ. προσπαθούσαν με διανομές τροφίμων στους κατοίκους να ανακουφίσουν την κατάσταση, αλλά τα προς διανομή αγαθά ήταν ελάχιστα. Υπήρχε τεράστια ανάγκη οργάνωσης για να καλυφθεί το κενό που άφησε ο βουλγαρικός κρατικός μηχανισμός που είχε φύγει άρον-άρον, φροντίζοντας όμως να πάρει μαζί του ακόμη και τις γλάστρες της οικοσκευής του.
Μια από τις πρώτες ενέργειες
της τοπικής Αυτοδιοίκησης ήταν η οργάνωση των σχολείων. Είχαν περάσει ήδη
τέσσερα χρόνια από τότε που είχαν κλείσει τα σχολεία και στο διάστημα αυτό τα
Ελληνόπουλα μαθαίναμε ελάχιστα γράμματα στο σπίτι από τους γονείς μας, δεδομένου
ότι δεν είχε μείνει πλέον κανένα ελληνικό βιβλίο ή έντυπο. Οι Βούλγαροι, σε όλη
τη διάρκεια της κατοχής, απαγόρευαν, επί ποινή άμεσου ξυλοδαρμού και την απλή
ομιλία της ελληνικής γλώσσας μεταξύ Ελλήνων !!! Έτσι οι σπουδές των παιδιών
διακόπηκαν, στο επίπεδο που υπήρχαν την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν ο
φριχτός ήχος της σειρήνας του Δημαρχείου είχε διακόψει τα μαθήματα στα σχολεία
αναγγέλλοντας την Ιταλική επίθεση και την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Μετά από τέσσερα χρόνια όλα τα παιδιά είχαμε μείνει πολύ πίσω στα γράμματα και
όπως προανέφερα η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης ήταν κυρίαρχο αίτημα όλων των
κατοίκων και πρωτεύον μέλημα της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς, όμως, δεν
υπήρχαν δάσκαλοι. Οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στις γερμανοκρατούμενες
περιοχές, οι οποίες τον Σεπτέμβρη του 1944 ήταν ακόμη κάτω από γερμανική κατοχή,
καθώς οι Γερμανοί εξακολουθούσαν, παρά τις ήττες τους, να κατέχουν ολόκληρη τη
νότιο και βορειοδυτική Ελλάδα μέχρι τον Στρυμόνα. Υπήρχαν ελάχιστοι (από τους
προπολεμικούς δασκάλους) που είχαν παραμείνει στην πόλη μας, αλλά οι
περισσότεροι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στις αρχές λόγω των αστικών τους
φρονημάτων. Η έλλειψη δασκάλων δεν αποθάρρυνε τους διοικούντες. Αναπλήρωσαν το
κενό εκ των ενόντων, με γνωστούς, φίλους κλπ Κάποιοι απ' αυτούς είχανε
τελειώσει λίγες τάξεις ή και ολόκληρο το Γυμνάσιο, άλλοι ήταν απλώς απόφοιτοι
του Δημοτικού. Όλοι όμως κλήθηκαν να υπηρετήσουν ως δάσκαλοι και κατ' αυτόν τον
τρόπο επανδρώθηκαν τα σχολεία της πόλης και των χωριών.
Μας μίλησε κάποιος με σοβαρό
ύφος, για την λευτεριά και τη νίκη ενάντια στο φασισμό και μας έβαλαν στις
τάξεις. Η κατανομή έγινε αργότερα, σύμφωνα με την ηλικία των παιδιών και πολύ
σύντομα άρχισαν τα μαθήματα. Με κατέταξαν στην τέταρτη τάξη του Δημοτικού διότι
ήμουν ήδη 11 χρονών και όταν άρχισε ο πόλεμος στα 1940 ήμουν μαθητής της
δευτέρας τάξης στο σχολείο απέναντι από το Δημαρχείο. Τα πράγματα όμως ήταν πολύ
χαλαρά, με συνεχείς ανακατατάξεις των παιδιών, διότι υπήρχαν μερικά που στη
διάρκεια της κατοχής ήταν στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούσαν κανονικά μαθήματα
στα ελληνικά σχολεία. Αυτά τα παιδιά είχαν προχωρήσει κανονικά, ενώ εμείς που
είχαμε περάσει την κατοχή εκτός σχολείου είχαμε μείνει πολύ πίσω. Ήταν λοιπόν
λογικό κάποια παιδιά να πηγαίνουν σε μεγαλύτερη τάξη και κάποια άλλα, παρ' ότι
είχαν την ίδια ηλικία με τα πρώτα, να πηγαίνουν σε μικρότερη. Ο πρώτος
"δάσκαλος" που μπήκε στην τάξη μας ήταν ο Δαυίδ. Πριν από τον πόλεμο τον δάσκαλο τον φωνάζαμε "κύριο". Στο νέο σχολείο μας είπαν ότι η λέξη κύριος καταργήθηκε γιατί θυμίζει αφεντικά και ότι όλοι είμαστε σύντροφοι ή συναγωνιστές. Έπρεπε λοιπόν να τον φωνάζουμε "σύντροφε" ή "συναγωνιστή δάσκαλε" ή απλά "δάσκαλε". Έτσι τον δάσκαλό μας τον Δαυίδ τον φωνάζαμε συναγωνιστή ή σύντροφέ ή απλά δάσκαλε, γεγονός που τον ξάφνιαζε και έφερνε ένα αχνό χαμόγελο στο συνήθως σοβαρό πρόσωπό του. Ήταν ένας άνδρας περίπου 40 χρόνων, ίσως και νεότερος, σ' εμάς όμως έμοιαζε πολύ μεγάλος. Το καθεαυτό επάγγελμά του ήταν καπνεργάτης και οι γραμματικές του γνώσεις περιορισμένες αλλά σίγουρα πολύ περισσότερες από τις δικές μας. Είχε ήπιο χαρακτήρα και μας φερόταν με ζεστασιά, αγάπη και κατανόηση. Το κυρίαρχο πρόβλημα των δύσκολων καιρών ήταν το φαγητό και τα υπόλοιπα απαραίτητα σε κάθε οικογένεια, σαπούνι, ρούχα, παπούτσια. Η ανεργία ήταν γενική και το χρήμα δεν κυκλοφορούσε καθόλου, εκτός από ελάχιστα λέβα, δίχως αξία, υπόλοιπα της κατοχής. Τα άμεσα προβλήματα επισιτισμού ήταν τόσο επιτακτικά, καθώς ο κόσμος κυριολεκτικά πεινούσε, ώστε τα μαθήματα στα σχολεία έμοιαζαν πολλές φορές σαν άκαιρη πολυτέλεια μπροστά στις άλλες μεγάλες ανάγκες της επιβίωσης. Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο δάσκαλός μας, ήταν η παντελής έλλειψη σχολικών βιβλίων κάθε είδους. Μας είπε ότι πολύ σύντομα θα είχαμε νέα βιβλία, τα οποία ήδη ετοιμάζονταν. Τα ελάχιστα προπολεμικά βιβλία που είχαν διασωθεί από τις έρευνες των βουλγάρων στα σπίτια, δεν θεωρούνταν κατάλληλα αφού σχεδόν όλα είχαν προπαγανδιστικά συνθήματα και κείμενα της 4ης Αυγούστου. Έτσι, ο καημένος ο δάσκαλός μας ήταν υποχρεωμένος να προσπαθεί να μας μεταφέρει γνώσεις χωρίς σχεδόν κανένα βοήθημα. Επιστράτευε φιλότιμα όλες τις ικανότητές του, σε μια πραγματικά συγκινητική προσπάθεια, καθώς η επιθυμία του να μας βοηθήσει ήταν ολοφάνερη και αγωνιώδης. Πολλές φορές η προσπάθειά του τον εξουθένωνε ψυχικά, γεγονός που εμείς τα παιδιά το αντιλαμβανόμασταν και προσπαθούσαμε να μην τον στεναχωρούμε. Θα αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα από το σύντομο αυτό διάστημα της μαθητείας μας, τα οποία έμειναν ανεξίτηλα τυπωμένα στη μνήμη μας και τα οποία σκιαγραφούν τον Δαυίδ τον δάσκαλο, αλλά και τον Δάσκαλο Δαυίδ. Ένα από τα πρώτα μαθήματα ήταν και η Γεωγραφία της Ελλάδας. Όπως προανέφερα βιβλία δεν υπήρχαν. Έτσι ο δάσκαλός μας χρειαζόταν να αυτοσχεδιάζει συνεχώς. Σ' ένα από τα πρώτα μαθήματα, μας υπαγόρευσε και γράψαμε στα τετράδιά μας, τα μεγαλύτερα βουνά της Ελλάδας και μας είπε ότι θα μας ρωτούσε στο επόμενο μάθημα και θα πρέπει να τα έχουμε μάθει. Αφού γράψαμε ένα σωρό βουνά που για μας ήταν τελείως άγνωστα, χτύπησε το κουδούνι του διαλείμματος και ετοιμάστηκε να βγει από την τάξη. Τότε, ένας συμμαθητής μας, ο Φραγκάκης, ο οποίος μόλις είχε έλθει από τη Θεσσαλονίκη όπου ήταν σ' όλο το διάστημα της κατοχής και βεβαίως πήγαινε κανονικά σχολείο, φώναξε : -Συναγωνιστή δάσκαλε, δεν μας είπες να γράψουμε τον… Όλυμπο !!! Πραγματικά ο δάσκαλός μας είχε παραλείψει να αναφέρει τον Όλυμπο όταν μας υπαγόρευε τα ονόματα των βουνών, προφανώς γιατί το ξέχασε ή δεν το γνώριζε. Γύρισε λοιπόν, μας κοίταξε λυπημένα και είπε αναστενάζοντας : -Γράψτε και τον 'Όλυμπο!!! Ένα άλλο περιστατικό απ' αυτό το σύντομο διάστημα ήταν το ακόλουθο : Ένα πρωί ήλθε στο σχολείο ένα κάρο με μερικά τόπια τσούλι, είδος πρόχειρου, ευτελούς χονδροφτιαγμένου υφάσματος για καπνοδέματα. Με αυτό το ύφασμα κατασκεύαζαν και τσουβάλια. Στα χρόνια της κατοχής, οπόταν δεν υπήρχαν πλέον υφάσματα κανονικά, ο κόσμος χρησιμοποιούσε τα τσούλια, όταν μπορούσε να τα βρει, για την κατασκευή ρούχων. Η αραιή ύφανση παρείχε ελάχιστη προστασία από το κρύο και η αντοχή του ήταν πολύ περιορισμένη. Παρόλη την ακαταλληλότητά του, ακόμη κι' αυτό ήταν δυσεύρετο. Τα τόπια λοιπόν τα έστειλε η Τοπική Αυτοδιοίκηση για να διανεμηθούν δωρεάν στους μαθητές ως ύφασμα ρούχων. Στη δική μας τη τάξη δόθηκε στον δάσκαλό μας ένα τόπι τσούλι με την εντολή να το διανείμει σ' όσους είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Η ποσότητα υφάσματος που περιείχε το τόπι ήταν μικρή, έφθανε δεν έφθανε για δέκα μαθητές, ενώ ήμασταν στην τάξη πάνω από εξήντα παιδιά. Ο δάσκαλός μας βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, σε ποιον να δώσει και σε ποιον να αρνηθεί. Αποφάσισε λοιπόν να ρωτήσει όλους μας ποιος είχε την μεγαλύτερη ανάγκη. Με το που τέλειωσε την ερώτηση, εξήντα μικρά χεράκια σηκώθηκαν με βία φωνάζοντας : -Εγώ δάσκαλε… Τέλειο αδιέξοδο. Ο Δαυίδ μας κοίταξε αμήχανος και σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αποφασίσει ποιοι από τους μαθητές του είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, χωρίς να στεναχωρήσει τους υπόλοιπους. Σε μια στιγμή το πρόσωπό του φωτίστηκε από την έμπνευση και μας αναγγέλλει θριαμβευτικά ως νέος Σολομών : -Όσοι έχουν τα μεγαλύτερα μπαλώματα στα παντελονάκια τους, αυτοί θα πάρουν. Με το που τελείωσε τη φράση του εξήντα πιτσιρικάδες βρέθηκαν πάνω στο θρανίο τους με γυρισμένα τα οπίσθια προς τον δάσκαλο, φωνάζοντας, με τους δείκτες των χεριών τους να στοχεύουν τον πισινό τους : -Να, δάσκαλε δες, εγώ έχω μεγάλο μπάλωμα… Η σκηνή ήταν τόσο κωμική, ώστε όλοι βάλαμε τα γέλια και σταματήσαμε να διεκδικούμε με τόση επιμονή το τσούλι. Έτσι ο δάσκαλός μας έκανε τη διανομή χωρίς παρατράγουδα, αφού ο ίδιος ήξερε λίγο-πολύ τους έχοντες μεγαλύτερη ανάγκη. Έχουν περάσει εξήντα χρόνια από το παραπάνω γεγονός και παραμένει στη μνήμη μου ζωηρό σα να έγινε χθες. ΄Όπως παραμένει και η ανάμνηση του δάσκαλου Δαυίδ, του απλού ανθρώπου του λαού, που προσπάθησε με αγάπη, υπομονή και επιμονή να μας μάθει όσα περισσότερα γράμματα μπορούσε, όχι για να δικαιολογήσει τον πενιχρό μισθό του, αλλά γιατί ήταν ολοφάνερο ότι μας αγαπούσε πραγματικά. Έτσι έμεινε στη μνήμη μας. Όχι ο δάσκαλος Δαυίδ, αλλά Δαυίδ ο Δάσκαλος… Με συγκίνηση, τιμώντας τη μνήμη του, παραδίδω το άγνωστο, άσημο όνομά του, για την μικροϊστορία του τόπου μας…. Δαυίδ Σμέρλας, ο Δάσκαλος, κάτοικος εν ζωή Ποταμουδίων. Επάγγελμα καπνεργάτης.
* O N. Ρουδομέτωφ είναι πρόεδρος του Ιστορικού & Λογοτεχνικού Αρχείου Καβάλας
|