Γιώργος
Μπότσιος*
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Tα
χρόνια της αθωότητας είναι λίγα, και πάντα έχουμε την ανάγκη να τα θυμόμαστε.
Η ιστορία των παιδικών μου χρόνων ξεκινά κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Γεννήθηκα και πέρασα τα πρώτα μου χρόνια σ’ ένα χωριό της επαρχίας Νέστου. Τοπίο
επίπεδο, ένας απέραντος κάμπος με χωμάτινους δρόμους που το χειμώνα η λάσπη
έκανε δύσκολη την προσπέλασή τους. Ένας κεντρικός δρόμος πολύ μακρύς και δεξιά
κι αριστερά τα σπίτια απλωμένα κατά μήκος. Στη μέση ένα κενό που χωρίζει τις δύο
συνοικίες, την πάνω και την κάτω.
Εκεί βρίσκεται η Εκκλησία, η Κοινότητα και το Σχολείο, σχηματίζοντας ένα τρίγωνο
σε μια μεγάλη επίπεδη έκταση. Το σχολείο μου ήταν καινούριο και ήμασταν οι
πρώτοι που το εγκαινιάσαμε. Ένα σχολείο που στα δικά μας μικρά μάτια φάνταζε
μεγάλο συγκρίνοντάς το με τα σπίτια που όλα ήταν μικρά και χαμηλά. Ανεβαίναμε
δέκα σκαλοπάτια, μπροστά μας ήταν ένα μικρό χολ, ένα πολύ μικρό γραφείο του
διευθυντή και δεξιά και αριστερά δύο αίθουσες όλες κι όλες. Στους τοίχους
κρεμασμένες κάτι λιγοστές παμπάλαιες λιθογραφίες των ηρώων της Επανάστασης του
’21: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ρήγας Φεραίος, Ανδρέας Μιαούλης και πάνω από την
πόρτα του γραφείου, σε κορνίζα το βασιλικό ζεύγος ΠΑΥΛΟΣ Α.Μ. ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ. Κι
επειδή δεν ξέραμε τι σημαίνει το Α.Μ. διαβάζαμε όλα τα γράμματα σαν μια
μονοκόμματη λέξη "ΠΑΥΛΟΣΑΜ". Ένας μεγάλος χάρτης της Ελλάδος κρεμασμένος
κοντά στον πίνακα για τις ανάγκες του μαθήματος.
Χρόνια δύσκολα και φτωχά, φτωχά και με ελλείψεις απ’ όλες τις απόψεις. Το μόνο
που δεν μας έλειπε ήταν η ξενοιασιά των παιδικών χρόνων. Αμέτρητες ώρες
παιχνιδιού, φυσικά η δουλειά στα χωράφια αλλά και η επαφή μας με τη φύση.
Γνωρίζαμε πολύ καλά τα κάθε είδους χόρτα και λουλούδια, τα πουλιά και τα σημάδια
τ’ ουρανού που τα μαθαίναμε απ’ τους μεγάλους.
Για μένα ο ουρανός είχε μια ξεχωριστή σημασία. Από μικρός είχα μια ιδιαίτερη
κλίση για τα σχήματα και τα σχέδια και στον ουρανό έβρισκα άπειρα από αυτά που
στο μυαλό μου έπαιρναν διάφορες μορφές. Με γοήτευε ιδιαίτερα το σχήμα του
φεγγαριού, το φανταζόμουν πότε σαν πρόσωπο και πότε σαν άλογο. Ακόμη και σήμερα
είναι ένα στοιχείο που βάζω στους πίνακές μου. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς
έχοντας μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον χωρίς εικαστικά ερεθίσματα από πολύχρωμες
εγκυκλοπαίδειες τέχνης, ή πίνακες ζωγραφικής - έστω και σε φωτογραφίες -
κρεμασμένους στους τοίχους, χωρίς μουσεία και αίθουσες τέχνης, σ’ ένα φτωχικό
σπίτι μόνο με μια γκαζόλαμπα και με σχεδόν αγράμματους γονείς, είχα μια
ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική. Μου άρεσε να ζωγραφίζω τη φύση και τα διάφορα
στοιχεία της. Αυτό που μ’ έκανε να αγαπήσω της ζωγραφική χωρίς να ξέρω ή να μου
΄χει πει κάποιος γι’ αυτή όπως θα μπορούσε να γίνει σήμερα, ήταν τα βιβλία μου
τα αναγνωστικά, με εκείνες τις καταπληκτικές ζωγραφιές, έργα χαρακτικά των πολύ
μεγάλων σήμερα ζωγράφων, όπως του Γραμμόπουλου, του Α. Αλεξανδράκη κι άλλων.
Αυτά ήταν τα πρώτα μου ερεθίσματα. Ήταν για μένα οι εγκυκλοπαίδειες της τέχνης
και οι γκαλερί.
Αγάπησα μέσα από τα βιβλία αυτά την τέχνη και με συγκινούν ακόμα και σήμερα
γιατί μου έδειξαν έναν άλλον δρόμο, τον δρόμο της τέχνης, της ζωγραφικής.
Περνούσα ώρες ατέλειωτες με μολύβια και ξυλομπογιές ζωγραφίζοντας σε χαρτόνια,
κουτιά από πουκάμισα ή ότι άλλο έβρισκα κι' αυτό επειδή τα μπλοκ με τα λευκά
χαρτιά ήταν ανύπαρκτα. Αργότερα απέκτησα το πρώτο μου μπλοκ ιχνογραφίας που το
χρησιμοποιούσα και για το μάθημα της γεωγραφίας. Επειδή ήμουν καλός στο σχέδιο ο
δάσκαλος θυμάμαι είχε ένα μεγάλο μπλοκ με άσπρα φύλλα και κάθε φορά με έβαζε να
ζωγραφίζω τον γεωφυσικό χάρτη ενός κράτους με τα βουνά, τα ποτάμια, τα ζώα, τα
πουλιά και τα φυτά του τόπου. Έπειτα ο δάσκαλος κολλούσε τη σημαία του κράτους
και μέχρι το τέλος της χρονιάς, το λεύκωμα είχε τελειώσει. Αυτό ήταν το πρώτο
μου ολοκληρωμένο έργο που κράτησε ο δάσκαλος και ήμουν περήφανος γι’ αυτό.
O Γ. Μπότσιος στην τάξη μας
|