Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης
Επάνω ] Η Νεάπολη ] Η Εγνατία ] Ευαγόρας ] Η Καστροπολιτεία ] Ο Νικηφόρος Φωκάς ] Ο Δάσκαλος του Γένους Θεόδωρος Καβαλιώτης ] Ο Μωχάμετ Άλη ] [ Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης ] Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης ] Ο καθηγητής Αριστοτέλης Στάνης ] Ο Ευεργέτης της πόλης Θεόδωρος Πουλίδης ] O Γλύπτης Πολύγνωτος Βαγής ]

 

Στα τέλη του 1871 ή στις αρχές του 1872 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Καβάλα ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης. Από το χρόνο της εγκατάστασής του ως το χρόνο του θανάτου του, για μισό σχεδόν αιώνα, στάθηκε η ψυχή της πόλης και πρωτοστάτησε σε κάθε πνευματική και εθνική εκδήλωσή της. Αγνός πατριώτης, γενναίος, τίμιος και ειλικρινής, θερμός λάτρης του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος, ακούραστος ψάλτης της ελευθερίας και της μεγάλης ιδέας, κήρυκας των Ελληνοχριστιανικών παραδόσεων, αγωνίστηκε μακριά από τη γενέτειρά του για να κρατήσει ψηλά τον πυρσό της Ελλάδας στις βόρειες επαρχίες του Ελληνισμού, που κινδύνευαν από Τούρκους και Βούλγαρους. Η διαφώτιση του λαού και η αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος υπήρξε το κύριο μέλημα της ζωής του. Το εθνικό του έργο υπήρξε μεγάλο. Το όνομά του συνδέθηκε με τη νεότερη ιστορία της πόλης Καβάλας. Οι στίχοι του γαλούχησαν τη γενιά των Καβαλιωτών που έζησαν τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας. Το πρώτο χρονολογημένο ποίημά του, που έχει τον τίτλο "Πατρίς και Έρως", είναι γραμμένο στον Αύγουστο του 1867. Στο ποίημα αυτό παρουσιάζει την Κρήτη σαν πανέμορφη κόρη, που τη γνώρισε ένοπλη στα βουνά και την αγάπησε παράφορα. Είναι μία πρώτη εκδήλωση της φλογερής φιλοπατρίας του ποιητή. Το εμβατήριο, που αναφέρεται στην εκστρατεία του Ομέρ πασά κατά του Λασιθίου, προκαλεί εθνικά ρίγη συγκίνησης. Γίνεται το πολεμικό άσμα των μαχητών της Κρήτης. Αντιλαλεί στα βουνά:

Το βουνό θε να έχω παλάτι,
προσκεφάλι μια πέτρα ξερή
και την μαύρην την γην για κρεβάτι,
ήλθαν πάλιν της δόξης καιροί.

Τα ποιήματά του απαγγέλλονταν στις διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε η ελληνορθόδοξη κοινότητα Καβάλας, στις θεμελιώσεις και στα εγκαίνια των νέων εκπαιδευτηρίων και των άλλων κτιρίων της πόλης, στις εθνικές και θρησκευτικές γιορτές, στις κηδείες και στα μνημόσυνα. Προσφωνούσε τους επιφανείς Έλληνες που επισκέπτονταν την πόλη και αλληλογραφούσε με πολλά γνωστά ονόματα της εποχής εκείνης. Οι σύγχρονοί του Καβαλιώτες τον τίμησαν και του απένειμαν τον τίτλο του εθνικού ποιητή. Σε άλλη περιοχή το έργο του θα περνούσε απαρατήρητο και ίσως χανόταν μαζί με το δημιουργό του. Στην Καβάλα όμως αναγνωρίστηκε, γιατί ο ποιητής έγινε εθνικός ηγέτης και η λύρα του τραγούδησε τους αγώνες του υπόδουλου ελληνισμού.Τα εμβατήρια που έγραφε είχαν σκοπό να εμψυχώσουν τη νεολαία και να την ξεσηκώσουν ενάντια στους Βουλγάρους. Το πιο γνωστό εμβατήριο που το τραγουδούσαν σε σχολεία της πόλης ήταν:

Ξυπνάτε, ξυπνάτε,
Ελλήνων παιδιά,
τα σύννεφα σκορπάτε
του σκοτεινού βοριά.

Το 1889 έγραψε ένα άλλο εμβατήριο, που έχει ως τίτλο "Δια το αρρεναγωγείον της Καβάλας". Οι μαθητές των σχολείων της Καβάλας το τραγουδούσαν μέχρι της απελευθέρωση:

Χαίρε, χαίρε, πατρίς δοξασμένη,
Μακεδόνων γενέτειρα γη,
το σκοτάδι σου φεύγει, διαβαίνει,
και χαράσσει γλυκιά χαραυγή.

Διατέλεσε μέλος πολλών συλλόγων και αδελφοτήτων, που συστήθηκαν από το 1874 στην Καβάλα. Το 1889 αναφέρεται ως πρόεδρος του συλλόγου των Φιλομούσων. Με εισήγησή του ο σύλλογος είχε αναλάβει την οργάνωση στο ελληνικό υποπροξενείο της γιορτής για τα εκατοντάχρονα της γαλλικής επανάστασης.
Ο ποιητής ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της παιδείας και την ανύψωση της πνευματικής στάθμης της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας. Πρωτοστατεί στην κίνηση της ανέγερσης του κτιρίου που θα στεγάσει το παρθεναγωγείο της Καβάλας. Για την ανέγερση μάλιστα του διδακτηρίου αυτού πρόσφερε και ο ίδιος 10 τουρκικές λίρες και διορίστηκε από το μητροπολίτη Ξάνθης Διονύσιο το Νοέμβριο του 1890 μαζί με άλλους, που πρόσφεραν τα πρώτα μεγάλα ποσά, μέλος της επιτροπής ανέγερσης του παρθεναγωγείου. Ενίσχυσε οικονομικά σε χρόνους οικονομικής δυσπραγίας αρκετές φορές τη σχολική εφορεία και παρότρυνε τους γονείς για τη μόρφωση των παιδιών τους. Ενδιαφέρθηκε για τη σπουδή του ανεψιού του Αριστοτέλη και κάλυψε ένα μεγάλο μέρος των εξόδων της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στις 12 Μαΐου 1891, που έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου του ελληνικού παρθεναγωγείου Καβάλας, απάγγειλε ένα σχετικό ποίημά του, που είναι αφιερωμένο στο φίλο του Ιωάννη Αναστασιάδη. Το 1893 απάγγειλε άλλο ένα ποίημά του στα εγκαίνια του ίδιου σχολείου με τίτλο: "Τι θα ειπεί Ελληνισμός", Σε όλα αυτά τα ποιήματά του ο ποιητής προσπαθούσε να μεταδώσει τον πατριωτικό παλμό στους υπόδουλους Καβαλιώτες. Οι απαγγελίες του προκαλούσαν εθνική έξαρση.
Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης προσπάθησε να αντιδράσει στο πνεύμα του εξευρωπαϊσμού της εποχής του. Η εγκατάσταση πολλών ξένων εμπόρων στην πόλη και η συχνή μετάβαση των πλουσίων σε χώρες του εξωτερικού είχε ως αποτέλεσμα να μεταφυτεύεται η ευρωπαϊκή μόδα στην κοινωνία της Καβάλας. Το χρήμα που άφηνε το τεράστιο εξαγωγικό εμπόριο του καπνού άλλαζε το χαρακτήρα και τη νοοτροπία των κατοίκων. Η εγκατάλειψη των ελληνικών παραδόσεων και η μεταφύτευση των Φράγκικων συνηθειών στενοχωρούν τον ποιητή. Στο ποίημά του "Φωνή Βοώντος Εν Τη Ερήμω" υψώνει τη φωνή του ενάντια στον εξευρωπαϊσμό που απειλεί τον ελληνισμό. Καλεί τους Καβαλιώτες να αφήσουν τα στραβά μονοπάτια και το φράγκικο τρόπο ζωής που ευνουχίζει τη δραστηριότητά τους. Οι στοίχοι του είναι γεμάτοι πόνο και εθνικό παλμό:

Τα έθιμα του γένους μας γιατί τα παραιτούμεν,
το φως του ήλιου έχομε, που μας γλυκοφωτίζει,
κ' ημείς το παραιτήσαμεν και με κεριά ζητούμεν
να δούμεν φως που τρέχομεν κανένας δεν γνωρίζει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πηγή μ' αθάνατα νερά έχομε στην αυλή μας….
κι όμως τα παραιτήσαμε κι από βληχά πηγάδια
πάμε και πίνουμε νερό, που την ψυχή σαπίζει,
κ' εις την καρδιά μας πια ελπίς σαν πρώτα δεν ανθίζει.

Το ρεύμα της αλλαγής όμως ήταν ισχυρό και δεν μπόρεσε να τα ανακόψει η φωνή του ποιητή. Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης επανέρχεται δριμύτερος ενάντια στα φραγκοφερσίματα της εποχής του με ένα άλλο μακρόσυρτο ποίημά του, που έχει ως τίτλο: "Τότε και τώρα" και υπότιτλο: "τίνες ήσαν οι πατέρες και τι είναι τα παιδιά". Ο ποιητής επιτίθεται ενάντια στους νέους, που ο εξευρωπαϊσμός τους απομακρύνει από την πατροπαράδοτη ελληνική λεβεντιά. Χαρακτηρίζει την εποχή του ντροπιασμένη, γιατί χάθηκε η παλιά του Ρωμιού λεβεντιά. Ελεεινολογεί την αλλαγή των καιρών:

Δεν παίζουν τώρα τη σκλαβιά, δεν παίζουν τα λιθάρια,
τις μπάλες πλέον δεν περνούν από τα δακτυλίδια,
στους καφενέδες παίζουνε χαρτιά τα παλικάρια,
την Κυριακή στολίζονται με χίλια μπιχλιμπίδια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τα βάζει με την αριστοκρατία που εμπιστεύεται την ανατροφή των παιδιών της σε γκουβερνάντες. Ο ποιητής δε θέλει να χαρτοπαίζει η νεολαία, δε θέλει να διαβάζει ρομαντικά βιβλία, που ευνουχίζει τη δραστηριότητά τους. O Φιλιππικός του ενάντια στους νέους συνεχίζεται, γιατί δε θέλουν να φιλούν του παπά το χέρι, να φορούν την εθνική στολή και το 'ριξαν στα πιάνα και στα χαϊδευτικά ονόματα. Όλα αυτά κάνουν τον ποιητή να αναφωνεί πως δεν είναι πολιτισμός αυτός και προτιμούσε το πισωγύρισμα στο Οκταήχι.
Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί στην Καβάλα μια σχολή Ιησουϊτών. Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης καταφέρεται εναντίον της σχολής αυτής και τα βάζει μ' εκείνους που στέλνουν τα παιδιά τους στη σχολή των Ιησουϊτών. Κάνει όμως διάκριση ανάμεσα στους Γάλλους και στο γαλλικό πολιτισμό που θαυμάζει και της αίρεσης των Ιησουϊτών που είναι θανάσιμος εχθρός της:

Τους Γάλλους αγαπούμε όλοι μικροί μεγάλοι
και καθ' ελληνική καρδιά για τα' όνομά των πάλλει.
Και όμως μην σχετίζετε το ένα με το άλλο,
τα φράγκικα σχολειά μισώ, αλλ' αγαπώ τον Γάλλο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και είναι του κρίνου μυρωδιά ο Γάλλος ο πολίτης,
αλλά χυμός φαρμακερός παπάς Ιησουΐτης.

Με το ίδιο πνεύμα είναι γραμμένο και το αχρονολόγητο ποίημά του, που έχει ως τίτλο: "Διά την ανεψιάν μου Αναστασίαν Θ.Λεοντίου, ποιημάτιον απαγγελθέν εις τας εξετάσεις του παρθεναγωγείου". Το ποίημα που απάγγειλε η ανεψιά του ως μαθήτρια του παρθεναγωγείου αποτελούσε άλλη μια διαμαρτυρία του ποιητή ενάντια στο κύμα του φραγκισμού της εποχής του. Άλλωστε η αγανάκτησή του αυτή εκδηλωνόταν συχνά πάνω στο σοβαρό θέμα της αλλαγής των πατροπαράδοτων ηθών μας. Υπέρμαχος του παλιού τρόπου ζωής και της διαφύλαξης του προγονικού πνεύματος συνέχισε να αγωνίζεται ενάντια στο σύγχρονο ξενικό ρεύμα, που επιδρούσε αρνητικά στη διαμόρφωση του νεοελληνικού χαρακτήρα.
Η άφιξη θιάσων στην υπόδουλη Μακεδονία θεωρούνταν σαν ένα μεγάλο γεγονός την εποχή εκείνη. Οι θίασοι της Αικατερίνης Βερώνη και της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου επισκέπτονταν συχνά την Καβάλα. Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης συνδεόταν στενά και με τους δύο θιάσους, που απευθύνοντας σ' αυτόν, όταν έμελλε να περιοδεύσουν και να παραμείνουν στην Καβάλα. Ο ίδιος πολλές φορές προετοίμαζε το έδαφος και εύρισκε το κτίριο, όπου θα δίνονταν οι παραστάσεις. Άλλες φορές συνεργαζόταν με τους προπομπούς που έστελναν οι θιασάρχες για την εξασφάλιση θεατρικής στέγης και για την προπώληση εισιτηρίων. Οι περιοδείες των θιάσων τόνωναν το εθνικό αίσθημα των υπόδουλων Ελλήνων.Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης
Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης ήταν φίλος και γνωστός πολλών διανοουμένων. Υπήρξε επιστήθιος φίλος του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου. Χαρακτηρίστηκε από το κοινό της Καβάλας σαν εθνικός ποιητής, αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός οφειλόταν περισσότερο στη μεγάλη εθνική δράση του παρά στο ποιητικό του έργο. Το εθνικό έργο του το ταύτισαν οι Καβαλιώτες με το ποιητικό του, γι' αυτό και του απένειμαν τον τίτλο του εθνικού ποιητή. Είχαν γίνει τρεις απόπειρες δολοφονίας του με αποτέλεσμα οι οικογένεια του να χρειαστεί να κρυφτεί στη Λήμνο. Η γυναίκα του τη Βασιλική, η οποία αν και αγράμματη, είχε τόσο έντονη προσωπικότητα που συναναστρέφονταν με τις κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής εκείνης. Ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης ήταν φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βίκτωρος Ουγκώ. Υπήρχαν μάλιστα επιστολές τις οποίες φύλαγε η Βασιλική σ ένα χρηματοκιβώτιο, το οποίο κατέστρεψαν οι κομιτατζήδες ανατινάζοντάς το.
Ενίσχυε τον αγώνα της Μακεδονίας φέρνοντας παλικάρια από την Κρήτη. Οργάνωνε τη μεταφορά τους και τα έκρυβε με κίνδυνο  σπίτι του πριν τα διοχετεύσει στον αγώνα. Όταν το κράτος είχε οικονομική ανάγκη ήρθαν και του ζήτησαν χρήματα με αντάλλαγμα ένα βουνό. Εκείνος έδωσε ό,τι είχε και τους είπε να κρατήσουν το βουνό με τους ´λύκους´. Το βουνό αυτό είναι η σημερινή Παλιά Καβάλα. Από τη μεγάλη περιουσία που είχε τότε και τη χάρισε στο κράτος, έχει επιβιώσει μόνο ένα μικρό σημερινό οικόπεδο 4 στρεμμάτων. Ήταν 8 κάποτε αλλά το κράτος απαλλοτρίωσε το μισό χωρίς καμία αμοιβή και στο υπόλοιπο που έμεινε, ο δήμαρχος το καταπάτησε παράνομα βάζοντας τσιγγάνους μέσα.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1926 ο Σύνδεσμος Αγωνιστών Μακεδονικού Αγώνα "Ο Παύλος Μελάς" με έγγραφό του πληροφόρησε στη χήρα του ποιητή ότι θα εκφράσει την ευχή του στο Δήμο της Καβάλας να ονομάσει έναν από τους δρόμους της πόλης σε "Ιωάννης Κωνσταντινίδης". Η επιθυμία αυτή εκπληρώθηκε αργότερα, το 1933, όταν ο δήμαρχος Καβάλας Κλεάνθης Τερμεντζής ανακοινώνει στη Βασιλική Κωνσταντινίδη σχετικό ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου, ότι η μνήμη του αειμνήστου εθνικού ποιητή κατά τους χρόνους της μακραίωνης δουλείας θα παραμείνει αλησμόνητη.
Η Καβάλα μέσα στην πνευματική της φτώχια είχε αναζητήσει μια πνευματική φυσιογνωμία για να την αναδείξει σε εθνικό και πνευματικό αρχηγό της. Στο πρόσωπο του Ιωάννη Κωνσταντινίδη βρήκε συνδυασμένη την ποιητική χάρη και την Κρητική λεβεντιά. Στη Σύρο ή στην Αθήνα θα έμενε ένας ποιητάρης ή θα έσβηνε σαν ένας απλός μιμητής του Παράσχου. Στην Καβάλα όμως έλαμψε, γιατί έγινε αγωνιστής και η λύρα του τραγούδησε τους εθνικούς αγώνες.
Το 1938 ο δήμαρχος της πόλης Αθανάσιος Μπαλάνος αναγγέλλει στη Βασιλική Κωνσταντινίδη ότι εγκρίθηκε η αίτησή της για δωρεά παραχώρησης χώρου στην Α' θέση του δημοτικού νεκροταφείου για οικογενειακό τάφο. Η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που κοινοποιείται συνοδεύεται από την ευνοϊκή εισήγηση του Δημάρχου και την εγκριτική του Νομάρχη Καβάλας. Β. Δαμούρα. Το παραχωρητήριο για τη σύσταση του οικογενειακού τάφου υπογράφεται τον Οκτώβριο του 1938 από το Δήμαρχο Αθανάσιο Μπαλάνο και τη Βασιλική Κωνσταντινίδη. Το 1943 πέθανε η Βασιλική στη Λήμνο, όπου είχε καταφύγει κατά τη διάρκεια της κατοχής. Το 1972, στήθηκε και η προτομή του ποιητή στο δημοτικό κήπο.

 Το κείμενο αυτό, γραμμένο το 2002, συμπληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2011 με νέα στοιχεία για τον ποιητή τα οποία δόθηκαν από τη δισέγγονή του Άντα Κωνσταντίδου την οποία και ευχαριστούμε θερμά. Μ.Ε.