Ο Μωχάμετ Άλη
Κεντρική σελίδα ] Επάνω ] Η Νεάπολη ] Η Εγνατία ] Ευαγόρας ] Η Καστροπολιτεία ] Ο Νικηφόρος Φωκάς ] Ο Δάσκαλος του Γένους Θεόδωρος Καβαλιώτης ] [ Ο Μωχάμετ Άλη ] Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης ] Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης ] Ο καθηγητής Αριστοτέλης Στάνης ] Ο Ευεργέτης της πόλης Θεόδωρος Πουλίδης ] O Γλύπτης Πολύγνωτος Βαγής ]

 

Ο Μωχάμετ Άλη γεννήθηκε στην Καβάλα το έτος 1769, από φτωχούς γονείς και έμεινε ορφανός από μωρό. Πριν πεθάνει ο πατέρας του το έδωσε σε μια γνωστή του οικογένεια στη Θάσο όπου έγινε ομογάλακτος με τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Κατόπιν ορφανό, τον υιοθέτησε ένας θείος του από την Πράουσια (Πράβι) που ήταν εκεί Διοικητής. Τον πάντρεψε με μια πλούσια συγγενή του και τον προώθησε στο στρατιωτικό στάδιο. Μικρός ακόμα, 18 ετών, ασχολήθηκε με το εμπόριο των καπνών. Όπλα και χρήμα ήταν πια οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους περιστράφηκε όλη η ζωή του. Όταν έγινε στρατολογία για την Αίγυπτο (1799) ενάντια στην απόβαση του Βοναπάρτη, πήγε εκεί και έλαβε μέρος στη μάχη του Αμπουλίρ. Φιλόδοξος, έξυπνος, δραστήριος και πονηρός, έβαλε σκοπό του να μιμηθεί τον Ναπολέοντα, αλλά και να αντλήσει παραδείγματα από την Ευρώπη.
Όταν έφυγαν οι Γάλλοι, ο Μεχμέτ Αλή έφερε τον βαθμό του "Σερ-Τσεσμέ" και ήταν επικεφαλής εκατοντάδων Αλβανών στρατιωτών. Το χάος που επικρατούσε τότε στην Αίγυπτο, η ανοργανωσιά, οι έριδες μεταξύ των πολιτικών φατριών και των εχθρών της Αιγύπτου και ακόμα και η κακή κατάσταση στην τουρκική αυτοκρατορία, του έδωσαν ελπίδες ότι μπορούσε να επιβληθεί. Αυτό εξηγεί και πως ένας απλός στρατιώτης μπόρεσε να αναδειχθεί σε ιδρυτής μιας νέας δυναστείας. Γι' αυτό και οι Γάλλοι των ονόμασαν Μέγα.
Δολοπλόκος, ευπροσήγορος και γλυκός απέναντι στον Χορσέφ αρχικά, κατόρθωσε να τον εξοντώσει και να προσεταιρισθεί τους Μαμελούκους, χάριν των οποίων δήθεν είχε βραδύνει να βοηθήσει τον Χορσέφ και γι΄ αυτό αυτός ηττήθηκε.
Σεβόμενος την Υψηλή Πύλη συνέχισε την προσπάθειά του. Το 1804, ανάμεσα σε έριδες των άλλων μεταξύ τους και του ίδιου προς όλους, έγινε Καϊμακάμης, δηλαδή στρατιωτικός Διοικητής Καΐρου.
Επωφελήθηκε από την αγανάκτηση του λαού και έδιωξε τους Μαμελούκους, νικώντας και τον πασά στην Ακρόπολη και ανακηρύχθηκε αυτός πασάς από τους Αλβανούς του, από τους Ουλεμάδες και από τον λαό. Το 1805 έλαβε το σχετικό φιρμάνι, αφού υποσχέθηκε την καταβολή φόρου στον Σουλτάνο.
Άρχισε τότε αγώνα εναντίον των Μαμελούκων, τους οποίους τελικά εκμηδένισε (1811). Τον ίδιο χρόνο, ύστερα από αίτηση του Σουλτάνου, έστειλε το στρατό του εναντίον των επαναστατημένων Βαχαβιτών και με την εκστρατεία αυτή πέτυχε να συμπεριλάβει στην εξουσία του και την Αραβία. Επιπλέον κυρίευσε το Σουδάν και το 1823 ίδρυσε την πόλη Χαρτούμ.
Το 1825 ως υποτελής του Σουλτάνου, έστειλε εναντίον των Ελλήνων που είχαν επαναστατήσει ισχυρό στρατό και στόλο, με αρχηγό το γιο του Ιμπραήμ πασά. Από τον Καβαλιώτη Μεχμέτ Αλή περίμεναν απ' αυτόν περισσότερα οι Φιλικοί. Όμως την εποχή εκείνη φημιζόταν σ' όλο τον κόσμο σαν επιδέξιος πολιτικός, γενναίος και ευφυής στρατηλάτης, καλός οργανωτής του Αιγυπτιακού Κράτους και συγκρινόταν με τον Ναπολέοντα τον Μέγα. Από απλός στρατιώτης του τουρκικού στρατού έφθασε να γίνει στρατηλάτης, να αποσπάσει την Αίγυπτο από την Τουρκική κυριαρχία και να την οργανώσει σε κράτος, που ανέλαβε το αξίωμα της αρχηγίας του με τον τίτλο Αντιβασιλιάς του Σουλτάνου. Ήταν επομένως ένας εχθρός του τουρκικού κράτους και θανάσιμος εχθρός του Σουλτάνου. Πολλά μπορούσε να ελπίζει η Ελληνική Επανάσταση. Ο Μεχμέτ Αλή όμως είχε μεγάλο και λεπτό ρόλο αναλάβει. Προχωρούσε μεθοδικά στο σχέδιό του χωρίς να ερεθίζει πολύ την Τουρκία. Δεν ήταν ακόμη έτοιμος. Δεν συνέπεσαν οι χρονολογίες Ελλάδος και Αιγύπτου, αλλιώς θα είχαν άλλη εξέλιξη ίσως τα πράγματα του 1821, κατά το δυνατόν φυσικά, γιατί δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και το ρόλο των άλλων μεγάλων Δυνάμεων. Ο Μεχμέτ Αλή ήταν απορροφημένος στα σχέδιά του, έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα, από το δικό του πρίσμα και όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά χαϊδεύοντας ακόμη τον Σουλτάνο έκαψε την Πελοπόννησο. Ο δημιουργός της σύγχρονης Αιγύπτου δεν διακατεχόταν από αισθήματα, ήταν σκληρός και αδίστακτος.
Ο Αιγυπτιακός στόλος νικήθηκε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827) και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Την ίδια τύχη είχε και ο στρατός του, που αναγκάστηκε επίσης παρά τις νίκες του, να εγκαταλείψει τελικά την Ελλάδα
Όταν τελείωσαν όλα αυτά ήρθε και η σειρά του Σουλτάνου. Το 1831 νίκησε στη Συρία και κατέβαλε το Χαλέπι. Θα μπορούσε να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη εάν δεν καθυστερούσε. Τους Τούρκους έσωσαν την τελευταία στιγμή οι Ρώσοι, που τους βοήθησαν.Το σπίτι του Μωχάμετ Άλη στην Καβάλα
Ο Μαχμούτ όμως ζητούσε εκδίκηση. Το 1839 ξεκίνησε ο Σερασκέρης (υπουργός των στρατιωτικών) για τη Συρία, εναντίον του Μεχμέτ Αλή.
Στην πόλη Νετζέπ τα τουρκικά στρατεύματα έπαθαν πανωλεθρία (26-6-1839) από τον Ιμπραήμ. Ο στόλαρχος Αχμέτ πασάς που εξεστράτευσε εναντίον της Αλεξάνδρειας, μόλις έμαθε την μεγάλη ήττα, παρέδωσε τον στόλο του στον Μεχμέτ Αλή και τον αναγνώρισε σαν τον μόνο που θα έπρεπε να κυβερνήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ίδια γνώμη επικρατούσε και στην Κωνσταντινούπολη.
Συγκινήθηκαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η Αγγλία για τα συμφέροντά της στις Ινδίες και η Ρωσία. Με την συνθήκη του Λονδίνου, αποφάσισαν να διατηρήσουν την επικυριαρχία του Σουλτάνου στην Αίγυπτο και το δικαίωμα της κληρονομικής διαδοχής στην οικογένεια του Μεχμέτ Αλή. Σε λίγο όμως οι Άγγλοι κατέλαβαν την Σιδώνα, την Βηρυτό και την Άκκρα και έπλευσαν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί πρότειναν συμβιβασμό προς τον Μεχμέτ Αλή. Τον ανάγκασαν να εκκενώσει την Συρία, να πληρώνει φόρο στον Σουλτάνο και μερικούς άλλους περιορισμούς.
Δύο Χάτι Σερίφ της 13-2-1841 αναγνώριζαν τον Μεχμέτ Αλή κύριο της Αιγύπτου και όλης της περιοχής του Νείλου, θα διατηρείτο το κληρονομικό δικαίωμα, σε κάθε όμως νέα ανάρρηση Αντιβασιλέα θα έβγαινε νέο φιρμάνι.
Όλα αυτά στεναχώρησαν τον Αλή και κλόνισαν την υγεία του. Τον έκαναν να αποσυρθεί από την ενεργό διοίκηση. Είχε πάθει νευρική υπερκόπωση και κοιμόταν λίγο.
Δεν είχε θρησκευτικό φανατισμό. Επέβαλλε στη χώρα του πρώτος αυτός τον σεβασμό προς τους Χριστιανούς και εκτιμούσε τους Ευρωπαίους.
Έκανε υποχρεωτική την εκπαίδευση και έδωσε το παράδειγμα της εντατικής εργασίας. Οι διάδοχοί του δεν φάνηκαν αντάξιοι. Επί του Αμπάς Χιλμή Εμπν Τουσούν, εγγονού του, που τον αγαπούσε πολύ και του έδωσε πολύ επιμελημένη ανατροφή, ίσως επειδή ο πατέρας του ήταν γιος του και είχε φονευθεί στη μάχη της Ρωζέττας, πέθανε ο Μεχμέτ Αλή στην Αλεξάνδρεια, στο ανάκτορο του Ράς ελ Τιν, στις 2 Αυγούστου του 1849.
Ο Μωχάμετ Άλη έθεσε τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο ικανός και δραστήριος αυτός ηγεμόνας, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει την οικονομία και τον τεχνικό εξοπλισμό της χώρας, ενθάρρυνε την εγκατάσταση των Ευρωπαίων γενικά και ιδιαίτερα των Ελλήνων, γιατί αντιλήφθηκε πόσο μεγάλη μπορούσε ν' αποβεί η συμβολή τους στην επιτυχία των σχεδίων του. Ευνόησε, λοιπόν, τους Έλληνες και συνεργάστηκε μαζί τους με αποτέλεσμα να θεμελιωθεί και ν' ακμάσει η ελληνική παροικία.
Ο Μωχάμετ Άλη ακολούθησε αυτή την πολιτική όχι γιατί συμπαθούσε του Έλληνες και την Ελλάδα, παρά γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες έποικοι, με τις ικανότητες και την πείρα τους, σαν κεφαλαιούχοι, σαν έμποροι, σαν τεχνίτες, θα ήταν χρήσιμοι.
Από το 1810 και μετά ο αριθμός των Ελλήνων στην Αίγυπτο αυξάνεται με γοργό ρυθμό, όπως δείχνουν οι ιστορικές πληροφορίες, που έχουμε:
Το 1803 ο Άραβας χρονογράφος Αλη ελ Αμπάση αναφέρει ότι στην Αλεξάνδρεια ζούσαν σαράντα ελληνικές οικογένειες. Ξέρουμε εξάλλου ότι ολιγάριθμοι Έλληνες ζούσαν, εκείνη την εποχή, και στο Κάιρο και στο Ραχίτι και στη Δαμιέτη.Το άγαλμα του Μωχάμετ Άλη στην ομώνυμη πλατείαΑπό τα πρώτα κιόλας χρόνια της εξουσίας του Μωχάμετ Άλη, γύρω στα 1810-1820, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, υπολογίζει τον αριθμό των Ελλήνων σε χίλιους. Είναι έμποροι, τραπεζίτες, έμποροι, εργολάβοι δημοσίων έργων, καθώς και τεχνίτες: χτίστες, ραφτάδες, γουναράδες, καλλιεργητές οπωροφόρων δένδρων και λαχανικών κ.τ.λ. Με τον καιρό θα προστεθούν και βιομήχανοι καθώς και επιστήμονες: γιατροί, αρχιτέκτονες, γεωπόνοι κ.τ.λ.
Το 1872 ένα "Ελληνικόν Ημερολόγιον" που τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια, ανεβάζει τον αριθμό των Ελλήνων σε 25 χιλιάδες.
Η απογραφή του 1907 δείχνει ότι οι Έλληνες στην Αίγυπτο ήταν 60 χιλιάδες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότεροι, γιατί η απογραφή περιορίζεται σε κείνους που είχαν Ελληνική υπηκοότητα και ήταν πολλοί Έλληνες που δεν την είχαν, όπως οι Κύπριοι, οι Δωδεκανήσιοι, οι Μικρασιάτες.
Το 1843 ιδρύεται η Ελληνική Κοινότης Αλεξανδρείας. Το 1856 η Ελληνορθόδοξος Κοινότης Καΐρου, που θα μετονομασθεί σε Ελληνική Κοινότητα το 1904. Ακολουθούν: η Ελληνική Κοινότητα Μανσούρας (1860), Πορτ Σάιτ (1865) Σιμπίν ελ Κομ και Ζαγκαζίκ (1870), Καφρ ελ Ζαγιάτ (1873). Από το 1880 ως το 1906 ιδρύονται διαδοχικά άλλες δεκαπέντε Ελληνικές κοινότητες σε διάφορες επαρχιακές πόλεις σ' όλη την έκταση της Αιγύπτου.