Ρίτσος
Κεντρική σελίδα ] Επάνω ] Μανόλης Αναγνωστάκης ] Μιχάλης Κατσαρός ] Kάλβος ] Bάρναλης ] Ρήγας Βελεστινλής - Το τελικό κείμενο του Θούριου ] Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ] Kωστής Παλαμάς ] pullitzer ] Βούλα Παπαϊωάννου ] [ Ρίτσος ] Ζολώτας ]

 

Ρωμιοσύνη

I

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέ-
      στη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
      πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γε-
      νεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
      με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
      νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


II

Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο
      της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το
      μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει
      τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι
      του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο
      απ' τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα
      λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο
      η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του
      καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά
      σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει
      το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-
      φυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το
      αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο
      δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-
      θαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-
      κόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις
      πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και
      τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-
      ρώσει τις δαγκάνες του.


III

Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-
      τιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας
      που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια
      μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του
      στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από
      τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και
      μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βε-
      λονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη
      φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην
      καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι
      αψύς κει πάνου.

΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο-
      πάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά
      ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ-
      γίτικο μπαρούτι.

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα
      στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξε-
      κολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι
      αλισφακιά.

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύ-
      μησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν
      καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιά-
      κουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον
      αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει
      τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα
      μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε
      πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.


IV

Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου
      που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου-
      θούνια και στ' αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά
      στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού
      και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να
      ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη
      σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα
      του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς
      μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν
      κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.


V

Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε
      στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε
      τη σημαία.

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι-
      νοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο
      στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά με-
      γάλωνε πολύ
κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό
      της σκοτωμένης.

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα
      σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς
      σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το
      λελέκι του χιονιού;
Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα
      μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη
      ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με
      τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας
      τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
      λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά
      ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρω-
      τήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή
      μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν
      το ψωμί και το δίκιο τους.

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρ-
      τούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο
      το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ'
      άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό
      στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρε-
      χει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το
      δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η
      γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας
      τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα
      τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.

K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
      άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της
      Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού
      στον κόρφο της λιακάδας.
K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την
      καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.


VI

Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την
      αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της
      δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύ-
      δια μπρος στις πόρτες.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο
      ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και
      τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.

Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την
      αστρομαντινάδα της στη λύρα.

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και
      τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια
      καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει
      τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρω-
      μένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυ-
      παρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά
      στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι
      μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η
      οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος
      στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.

Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.

Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν
      το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι,
      δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο με-
      γάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής
      σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε
      βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις
      λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν
      στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό
      σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυ-
      ναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας
      του πατρικού σπιτιού σου.


VII

Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην
      αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-
      γκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του
      φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-
      λητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο
      σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού
      καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μου-
      ριάς που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-
      τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-
      ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-
      μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλο-
      καιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνά-
      ξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα
      χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-
      τρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-
      ρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το
      θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά
      του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια
      στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλ-
      κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων
      και των αδελφών του

 

ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


Ηταν μακρυς ο δρομος ως εδω! Πολυ μακρυς αδελφε μου.
Οι χειροπεδες βαραιναν τα χερια. Τα βραδια
που ο μικρος γλομπος κουνουσε το κεφαλι του λεγοντας "περασε η ωρα"
εμεις διαβαζαμε την ιστορια του κοσμου σε μικρα ονοματα
σε καποιες χρονολογιες σκαλισμενες με το νυχι στους τοιχους
των φυλακων,
σε κατι παιδιαστικα σχεδια των μελλοθανατων
- μια καρδια, ενα τοξο, ενα καραβι που 'σκιζε σιγουρα το χρονο,
σε καποιους στιχους που εμειναν στη μεση για να τους τελειωσουμε,
σε καποιους στιχους που τελειωσαν για να μην τελειωσουμε.

Ηταν μακρυς ο δρομος ως εδω -δυσκολος δρομος.
Τωρα ειναι δικος σου αυτος ο δρομος. Τον κρατας
οπως κρατας το χερι του φιλου σου, και μετρας το σφυγμο του,
πανου σε τουτο το σημαδι που αφησαν οι χειροπεδες.
Κανονικος σφιγμος. Σιγουρο χερι.
Κανονικος σφυγμος. Σιγουρος δρομος.

Διπλα σου, αυτος ο αναπηρος πριν κοιμηθει, βγαζει το ποδι του,
τ' αφηνει στην γωνια, ενα κουφιο ξυλινο ποδι,
πρεπει να το γεμισεις, οπως γεμιζεις τη γλαστρα με χωμα,
να φυτεψεις τα λουλουδια,
οπως γεμιζει το σκοταδι με αστερια,
οπως γεμιζει λιγο-λιγο η φτωχεια, στοχασμο κι αγαπη.

Τοχουμε αποφαση, μια μερα ολοι οι ανθρωποι ναχουνε δυο ποδια,
ενα χαρουμενο γεφυρι απο ματια σε ματια,
απο καρδια σε καρδια. Γι αυτο οπου καθησεις,
αναμεσα στα τσουβαλια του καταστρωματος, φευγοντας για την εξορια
πισω απο τα σιδερα του τμηματος μεταγωγων,
κοντα στο θανατο που δε λεει "αυριο",
αναμεσα σε χιλιαδες δεκανικια, απο πικρα σακατεμενα χρονια,
εσυ λες "αυριο", και καθεσαι ησυχος και βεβαιος,
οπως καθεται ενας δικαιος ανθρωπος αντικρυ στους ανθρωπους.

Αυτα τα κοκκινα σημαδια στους τοιχους,μπορει ναναι κι απο αιμα.
ολο το κοκκινο στις μερες μας ειναι αιμα,
μπορει ναναι κι απ' το λιογερμα, που χτυπαει στον απεναντι τοιχο.

Καθε δειλι τα πραγματα κοκκινιζουν πριν σβησουν
και ο θανατος ειναι πιο κοντα. Εξω απ' τα καγκελα,
ειναι οι φωνες των παιδιων, και το σφυριγμα του τραινου.

Τοτε τα κελλια γινονται πιο στενα,
και πρεπει να σκεφτεις το φως σ' εναν καμπο με σταχυα,
και το ψωμι στο τραπεζι των φτωχων,
και τις μητερες να χαμογελανε στα παραθυα,
για να βρεις λιγο χωρο να απλωσεις τα ποδια σου.

Κεινες τις ωρες, σφιγγεις το χερι του συντροφου σου,
γινεται μια σιωπη γεματη δεντρα,
το τσιγαρο κομμενο στη μεση, γυριζει απο στομα σε στομα,
οπως ενα φαναρι που ψαχνει το δασος,- βρισκουμε τη φλεβα
που φτανει στην καρδια της ανοιξης, Χαμογελαμε.

Χαμογελαμε κατα μεσα. Αυτο το χαμογελο, το κρυβουμε τωρα.
Παρανομο χαμογελο-οπως παρανομος εγινε κι ο ηλιος,
παρανομη και η αληθεια.
Κρυβουμε το χαμογελο,
οπως κρυβουμε στην τσεπη μας, τη φωτογραφια της αγαπημενης μας,
οπως κρυβουμε την ιδεα της λευτεριας, αναμεσα στα δυο φυλλα της καρδιας μας.
Ολοι εδω περα εχουμε εναν ουρανο και το ιδιο χαμογελο.

Αυριο μπορει να μας σκοτωσουν. Αυτο το χαμογελο,
κι αυτον τον ουρανο, δεν μπορουν να μας τα παρουν.

Ξερουμε πως ο ισκιος μας, θα μεινει πανου στα χωραφια,
πανω στην πλιθινη μαντρα του φτωχοσπιτου,
πανω στους τοιχους των μεγαλων σπιτιων που θα χτιζονται αυριο,
πανου στην ποδια της μητερας, που καθαριζει φρεσκα φασολακια,
στη δροσερη αυλοπορτα.
Το ξερουμε.

Ευλογημενη ας ειναι η πικρα μας.
Ευλογημενη η αδελφοσυνη μας.
Ευλογημενος ο κοσμος που γεννιεται.

Καποτες, ειμαστε πολυ περηφανοι αδελφε μου,
γιατι δεν ειμαστε καθολου σιγουροι.
Μεγαλα λογια λεγαμε,
πολλα χρυσα γαλονια βαζαμε στα μπρατσα του στιχου μας,
ενα ψηλο λοφιο ανεμιζε στο μετωπο του τραγουδιου μας,
καναμε θορυβο-φοβομαστε, γι αυτο καναμε θορυβο,
σκεπαζαμε το φοβο μας με τη φωνη μας,
χτυπουσαμε τα τακουνια μας στο πεζοδρομιο,
ανοιχτες δρασκελιες, καμπανιστες,
οπως εκεινες οι παρελασεις, με τα αδεια κανονια,
που τις κοιταν οι ανθρωποι απ' τα πορτοπαραθυρα,
και που κανεις δεν τις χειροκροταει.

Τοτες βγαζαν λογους στις ξυλινες εξεδρες, στα μπαλκονια,
φωναζαν τα ραδιοφωνα, ξαναλεγαν τους λογους,
πισω απ' τις σημαιες κρυβοταν ο φοβος,
μεσα στα τυμπανα αγρυπνουσαν οι σκοτωμενοι,
κανεις δεν καταλαβαινε τι γινοταν,
οι σαλπιγγες μπορει να διναν το ρυθμο στα βηματα,
δε διναν το ρυθμο στην καρδια. Ψαχναμε το ρυθμο.

Οι αντιφεγγιες απ' τα οπλα, και τα τζαμια, κατι διναν στα ματια,
μια στιγμη - τιποτα αλλο,
υστερα κανενας δεν θυμοταν λεξη, δεν θυμοταν προσωπο και ηχο.

Το βραδι, οταν σβηναν τα φωτα, κι εσερνε ο αγερας στους δρομους τις χαρτινες σημαιουλες,
κι η βαρεια σκια ενος οδοστρωτηρα εμενε στην πορτα,
εμεις αγρυπνουσαμε,
μαζευαμε τη σκορπια βουη των δρομων,
μαζευαμε τα σκορπια βηματα,
βρισκαμε το ρυθμο, την καρδια, τη σημαια.

Και να αδελφε μου, που μαθαμε να κουβεντιαζουμε,
ησυχα-ησυχα κι απλα.
Καταλαβαινομαστε τωρα-δε χρειαζονται περισσοτερα.
Κι αυριο λεω θα γινουμε ακομα πιο απλοι,
θα βρουμε αυτα τα λογια, που παιρνουν το ιδιο βαρος,
σ' ολες τις καρδιες, σ' ολα τα χειλη,
ετσι να λεμε πια τα συκα: συκα, και τη σκαφη: σκαφη,
κι ετσι που να χαμογελανε οι αλλοι και να λενε:"τετοια ποιηματα,
σου φτιαχνουμε εκατο την ωρα".
Αυτο θελουμε και εμεις.
Γιατι εμεις,δεν τραγουδαμε για να ξεχωρισουμε, αδελφε μου απ' τον κοσμο.
Εμεις τραγουδαμε, για να σμιξουμε τον κοσμο.

Λοιπον, δεν ειναι αναγκη να φωναξω για να με πιστεψουν,
να πουν:"οποιος φωναζει εχει δικιο".
Εμεις το δικιο τοχουμε μαζι μας, και το ξερουμε,
κι οσο σιγα κι αν σου μιλησω, ξερω πως θα με πιστεψεις-
συνηθισαμε στη σιγανη κουβεντα στα κρατητηρια, στις συνεδριασεις,
στη συνωμοτικη δουλεια της κατοχης,
συνηθισαμε στα μικρα σταρατα λογια, πανου απ' το φοβο,
και πανου απ' τον πονο,
ημερα, ωρα, συνθημα στις τρομερες μουγγες γωνιες της νυχτας,
στις διασταυρωσεις του χρονου, που μια στιγμη τις φωτιζε
ο προβολεας του μελλοντος-
βιαστικα λογια, μια μικρη περιληψη της ζωης, τα κυρια σημεια μοναχα,
γραμμενα στο κουτι των τσιγαρων, η σ' ενα τοσο δα χαρτι,
κρυμμενο στο παπουτσι, η στο στριφωμα του σακκακιου μας,
ενα μικρο χαρτι, σαν ενα μεγαλο γεφυρι, πανου απ' το θανατο.

Α βεβαια, ολα τουτα θα πουν, δεν ειναι τιποτα.
Ομως εσυ αδελφε μου, ξερεις πως απο τουτα τα απλα λογια,
απο τουτες τις απλες πραξεις, απο τουτα τα απλα τραγουδια,
μεγαλωνει το μποι της ζωης, μεγαλωνει ο κοσμος,
μεγαλωνουμε.

Κι οχι να πειτε πουκανα και τιποτα σπουδαιο,
μονο που περασα και ακουμπησα στον ιδιο τοιχο,
που ακουμπησατε συντροφια μου,
μονο που διαβασα στα τμηματα μεταγωγων,
τα ονοματα των ηρωων και των μαρτυρων μας,
μονο που φορεσα τις ιδιες χειροπεδες που φορεσατε,
μονο που πονεσα μαζι σας, κι ονειρευτηκα μαζι σας,
μονο που σε βρηκα και βρηκες, συντροφε.

Ο Μπαρμπα-Χριστος, εχτισε το φουρνο του στρατοπεδου.
Ειχα σταθει και κοιταζα τα σιγουρα γεροντικα του χερια,
τουτα τα απλα, σοφα, συντροφικα του χερια-
ωρα την ωρα ο φουρνος ψηλωνε,
ψηλωνε ο κοσμος,
ψηλωνε η αγαπη,
κι οταν γευτηκα το πρωτο κομματι απ' το ζεστο καρβελι μας,
μ' αυτη τη γευση πηρα μεσα μου
κατι απ' τα σοφα χερια του γερο - χτιστη,
κατι απ' τα χερια ολων των συντροφων που ζυμωνουν το ψωμι του κοσμου,
εκεινη τη γαληνια σιγουρια του ανθρωπου
που φτιαχνει ωφελιμα κι απαραιτητα πραματα.

Υστερα μαθαμε πολυ περισσοτερα, μα αν θα καθομουν
να σας τα ιστορησω ολα,
δε θα τελειωνε ποτε το τραγουδι μου,
οπως ποτε δεν τελειωνει η αγαπη μας, η ζωη, ο ηλιος.

Κι ερχομαι μοναχα να σ' αγκαλιασω και να κλαψω αδελφε μου,
οπως ο ερωτευμενος που γυρναει απο χρονια στην καλη του,
και μ' ενα του φιλι, της λεει ολα τα χρονια που περιμενε,
κι ολα τα χρονια που τους περιμενουν, περα απ' το φιλι τους.

Εμεις, ωρες πολλες κοιταζαμε το ιδιο σημαδι,
πολλες ζωες το ψαξαμε τουτο το σημαδι,
ως να του εμπιστευτουμε την καρδια μας, και τα χερια μας.

Κι απ' αυτο που το κοιταξανε χιλιαδες πονεμενοι ανθρωποι,
παιρνει κατι απ' τα ματια μας, κι απ' το σμιξιμο των ματιων μας,
και μεγαλωνει, μεγαλωνει, μεγαλωνει,
οπως το ζυμαρι στη σκαφη, το δντρο στον ηλιο,
η ελπιδα στην καρδια μας.

Και τ' αλλα παλι, τα πολυ μεγαλα, τ' απιαστα κι αθωρητα,
απ' το πολυ που τα κοιταξαμε μαζι και τ' αγαπησαμε μαζι,
εγιναν πια δικα μας, ενα με μας, ταχουμε διπλα μας,
σαν την αλατιερα, σαν το πηρουνι, σαν το πιατο,
και τωρα το ιδιο απλα και γκαρδιακα, κοιταζουμε ενα φυλλο η ενα αστερι,
την πετρα οπου καθομαστε, η τα ψηλα φουγαρα του μελλοντος.

Η Καρδια μου σημερα, δε μοιαζει με κανενα συγνεφο,
χρυσο που λαμπαδιαζει στο λιογερμα,
μητε με κανεναν αγγελο που στρωνει το τραπεζι μες στα δεντρα του παραδεισου,
τιναζοντας με τ' ασπρα του φτερα τα ψιχουλα των αστρων
απ' τις γενειαδες των παλιων Αγιων.

Τιποτα τετοιο.
Η Καρδια μου ειναι τωρα ενα φαρδυ χωματενιο τσουκαλι,
που μπηκε πολλες φορες στη φωτια.
που μαγειρεψε χιλιαδες φορες για τους φτωχους
για τους ξωμαχους, για τους περαταρηδες
για τους εργατες και για τις πικρες μαναδες τους,
για τον πεινασμενο ηλιο, για τον κοσμο-ναι για ολο τον κοσμο-
ενα φτωχο, καπνισμενο μαυρισμενο τσουκαλι,
που κανει καλα τη δουλεια του,
που βραζει αγρια ραδικια του βουνου, κι αρια και που,
κανα κοψιδι κρεας,
κι απο κατου συδαυλιζουν τη φωτια τα πεινασμενα αδελφια μου,
καθενας βαζει και το ξυλο του,
καθενας καρτεραει το μερτικο του.

Καθονται γυρω-γυρω, μαζι με τ' αρνια και τα γελαδια,
οπως καθοσαστε τωρα εσεις τριγυρω μου,
μιλανε για τη βροχη, για τον ηλιο, για την ειρηνη,
μιλανε για τον καιρο, για τη σπορα, για τη σοδεια,
για κεινο το σημαδι που ολο και περισσοτερα ματια το κοιταζουν,
για κεινο το αστρο που δε σβηνει με κανεναν ανεμο,
κι οι πεθαμενοι μαζευονται γυρω απο την ταβλα μας,
και περιμενουν κι αυτοι το μερτικο τους.
Και τουτο το τσουκαλι βραζει, βραζει τραγουδωντας.

Τουτες τις μερες, ο ανεμος μας κυνηγαει.
Γυρω σε καθε βλεμμα το συρματοπλεγμα,
γυρω στην καρδια μας το συρματοπλεγμα,
γυρω στην ελπιδα το συρματοπλεγμα. Πολυ κρυο εφετος.

Ποιο κοντα. Ποιο κοντα. Μουσκεμενα χιιομετρα μαζευονται γυρω τους.
Μεσα στις τσεπες του παλιου παντελονιου τουε,
εχουν μικρα τζακια να ζεσταινουν τα παιδια.

ΚΑθονται στον παγκο κι αχνιζουν, απ' την βροχη και την αποσταση.
Η ανασα τους ειναι ο καπνος ενος τραινου, που παει μακρια,πολυ μακρια.
Κουβεντιαζουν, και τοτε η ξεβαμμενη πορτα της καμαρας,
γινεται σαν μητερα, που σταυρωνει τα χερια της κι ακουει.

Κι ακουω και γω, και παιρνω κι αυγαταινω-ριχνω και γω καμμια κουβεντα
που και που,
οπως ριχνουμε ενα ξυλο στη φωτια-
φουντωνει η φλογα, γινεται πιοτερο το φως -ξυλο το ξυλο-
κοκκινιζουν οι τοιχοι, αποτραβιεται ο ανεμος,
τριζει το παραθυροφυλλο,
ακουγεται εξω καποιο γαιδουρακι που βοσκαει ακομα στο γρασιδι,
και το σκυλι καθεται ησυχο μπροστα στα ποδια των πεθαμενων.
Ολοι περιμενουμε να ξημερωσει.

Επεσε ο ανεμος, Σιωπη. Στη γωνια της καμαρας,
ενα αλετρι συλλογισμενο, περιμενει τ' οργωμα.
Ακουγεται πιο καθαρα, το νερο που κοχλαζει στο τσουκαλι.

Αυτοι που περιμενουν στον ξυλινο παγκο,
ειναι οι φτωχοι, οι δικοι μας οι δυνατοι,
ειναι οι ξωμαχοι, οι σπουδαστες, κι οι προλεταριοι-
καθε τους λεξη ειναι ενα ποτηρι κρασι
μια γωνια μαυρο ψωμι
ενα δεντρο πλαι στο βραχο
ενα παραθυρο ανοιχτο στη λιακαδα.

Ειναι οι δικοι μας Χριστοι, οι δικοι μας Αγιοι.
Τα χοντρα τους παπουτσια ειναι σαν βαγονια με καρβουνο
τα χερια τους ειναι η σιγουρια-
αργασμενα χερια, σκληρα χερια, ροζιασμενα
με φαγωμενα νυχια, με αγριες τριχες
με το μεγαλο δαχτυλο φαρδυ οσο η ιστορια του ανθρωπου
με τη φαρδεια σπιθαμη σα γιοφυρι πανω απο το γκρεμο.

Τα δαχτυλικα τους αποτυπωματα, δεν ειναι μοναχα στα μητρωα των φυλακων,
φυλαγονται στα αρχεια της ιστοριας,
τα δαχτυλικα τους αποτυπωματα, ειναι οι πυκνες σιδηροδρομικες γραμμες,
που διασχιζουν το μελλον.
Κι η καρδια μου εμενα, τιποτα πιοτερο συντροφια μου, ενα πηλινο μαυρισμενο τσουκαλι,
που κανει καλα τη δουλεια του- τιποτ' αλλο.
Γεια σας συντροφοι.

Λοιπομν παιδια μου, συλλογιεμαι τωρα σαν τον παππου που λεει παραμυθια
(και μη θυμωσετε που σας λεω παιδια μου,
μονο στα χρονια μπορει ναμαι πιο μεγαλος σε τιποτα αλλο
κι αυριο θα με πειτε εσεις: παιδι μου, και γω δε θα θυμωσω,
γιατι οσο θαναι νιοτη μες στον κοσμο θαμαι νεος
και να με λετε :παιδι μου παιδια μου),
λοιπον παιδια μου, συλλογιεμαι τωρα
να βρω μια λεξη να ταιριαζει στο μποι της λευτεριας
μητε πιο ψηλη, μητε πιο κοντη-
το περισσιο ειναι ψευτικο,
το λιγοστο ειναι ντροπαλο,
και γω δεν τοχω σκοπο να καμαρωσω
για τιποτα πιοτερο, για τιποτα λιγοτερο απο ανθρωπος.

Θα βρουμε το τραγουδι μας. Καλα παμε. Τι λες και συ συντροφε;
Καλα, καλα.
Βρασανε τα ραδικια. Λιγοστο το λαδι. Δεν πειραζει.
Περσευει η ορεξη κι η καρδια. Ειναι ωρα.

Εδω ειναι ενα φως αδελφικο-απλα τα χερια και τα ματια.
Εδω δεν ειναι ναμαι εγω πανω απο σενα, η εσυ πανω απο μενα.
Εδω ειναι ναναι ο καθενας μας πανω απο τον εαυτο του.

Εδω ειναι ενα φως αδελφικο, που τρεχει σαν ποταμι διπλα στον μεγαλο τοιχο.
Αυτο το ποταμι το ακουμε ως και μεσα στον υπνο μας.
Κι οταν κοιμομαστε, τονα μας χερι κρεμασμενο απ' οξω απ την κουβερτα,
βρεχεται μεσα σε τουτο το ποταμι.

Φτανει με δυο σταγονες μονο, απο τουτο το νερο να ραντισεις το προσωπο του εφιαλτη, και χανεται καπνος πισω απ' τα δεντρα.
Κι ο θανατος, δεν ειναι παρα ενα φυλλα που επεσε, για να θρεψει ενα φυλλο που ανεβαινει.
Τωρα το δεντρο σε κοιταει καταματα, μες τα φυλλα του, η ριζα σου δειχνει ολο το δρομο της,
κι εσυ κοιτας καταματα τον κοσμο-δεν εχεις τιποτα να κρυψεις.
Τα χερια σου ειναι καθατα, πλυμενα με το χοντρο σαπουνι του ηλιου,
τα χερια σου τ' αφηνεις στο συντροφικο τραπεζι ξεσκεπα,
τα εμπιστευεσαι στα χερια των συντροφων σου.
Η κινηση τους ειναι απλη, γεματη ακριβεια.
Κι οταν ακομη βγαζεις μια τριχα απ το σακακι του φιλου σου,
ειναι σαν να βγαζεις ενα φυλλο απ' το ημερολογιο
επιταχυνοντας το ρυθμο του κοσμου.
Μ' ολο που το ξερεις πως εχεις ακομη να κλαψεις πολυ
ωσπου να μαθεις τον κοσμο να γελαει.

Ενα τσουκαλι λοιπον. Τιποτ' αλλο.
Πηλινο μαυρισμενο τσουκαλι,
βραζοντας, βραζοντας και τραγουδωντας,
βραζοντας πανω στου ηλιου τη φωτια, και τραγουδωντας.



ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ
ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ 1948-1949