Kωστής Παλαμάς
Κεντρική σελίδα ] Επάνω ] Μανόλης Αναγνωστάκης ] Μιχάλης Κατσαρός ] Kάλβος ] Bάρναλης ] Ρήγας Βελεστινλής - Το τελικό κείμενο του Θούριου ] Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ] [ Kωστής Παλαμάς ] pullitzer ] Βούλα Παπαϊωάννου ] Ρίτσος ] Ζολώτας ]

 

KΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
ΠΑΤΡΙΔΕΣ Ο ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Ο ΝΑΟΣ ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ
ΦΑΝΤΑΣΙΑ Η ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΗ
ΟΙ ΘΕΟΙ H NIKH
ΤΟ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΟ ΔΕΞΙΛΕΩΣ
ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΑΝΘΟΣ
ΜΟΛΩΧ ΟΥΡΑΝΙΑ
ΤΟ ΣΑΪΤΕΜΑ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ
Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ

 

O TAΦΟΣ

Μήτε με το σίδερο,
Μήτε με το χρυσάφι,
Μήτε με τα χρώματα
Που σπέρνουν οι ζωγράφοι

Μήτε με τα μάρμαρα
Τα τεχνοσκαλισμένα'
Το σπιτάκι σου έπλασα
Παντοτινό για σένα

Μόνο με του πνεύματος
Τα μάγια! Σου το υψώνω
Σ' ένα τόπον άϋλον,
Απείραχτο απ' το χρόνο

Μ' όλα μου τα δάκρυα
Και με το αίμα μου όλο
Του έχτισα τα θέμελα,
Του σκέπασα το θόλο

Κι α φοβάσαι, αγάπη μου,
Μα μένης μοναχό σου,
Κάλεσε και κράτησε
Μέσα στ' αρχοντικό σου

Όλα τα ερωτόπλαστα
Καθώς εσύ βλάστάρια
Π' άνθισαν κι απόσβυσαν,
Μιας χρυσαυγής καμάρια!

ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗ

Γυρ' εδώ κι ακούμπησε
Και μένε κι όλο μένε
Σιγαλός κι ασάλευτος,
Ω πολυαγαπημένε!

Αχ και νάταν νάνοιωθα
Στο μάγουλό μου επάνω
Ταπαλό σου μάγουλον
Όσο που να πεθάνω!

Αχ και νάταν νάνοιωθα
Κι ακόμα αφού πεθάνω
Την απαλοσύνη του
Στον σκληρόν ύπνο επάνω!

Την απαλοσύνη του
Ποιο σιγαλό τραγούδι,
Ποια πνοή την έπλασε;
Τίνος βελούδου χάδι,

Τίνος κύκνου πούπουλο,
Και τίνος ρόδου φύλλο;
Ποιο μετάξι ανεύρετο,
Ποιο μαγεμένο μήλο;

Ξέρω εν ασπρολούλουδο,
Ανθό χωρίς ψεγάδι,
Π' όλο χάιδια χαίρεται
Απ' την αυγή ως το βράδι'

Που ποτέ δεν τρόμαξε
Τα ολόχλωρά του φύλλα
Του βοριά το μούγκρισμα,
Της μπόρας η μαυρίλα'

Και στον ίσκιο δείχνεται
Σα θείου ονείρου κρίνο
Και στον ήλιο χάνεται
Σαν ήλιου φως κι εκείνο.

Κι ό,τι γγίξη ανάλαφρα
Σ' αυτό, και το φαρμάκι,
Γίνεται χαμόγελο
Και γίνεται φιλάκι.

Γυρ' εδώ κι ακούμπησε
Και διάλεξε για στρώμα
Το τραχύ ξερόχωμα,
Που ακόμα, ωιμέ! κι ακόμα

Το χτυπούν χιονόβροχα,
Το ψέλνουν καλοκαίρια'
Της φροντίδας όχεντρες,
Της συμφοράς μαχαίρια,

Του Καιρού αυλακώματα,
Του Χάρου συγγενάδια,
Πέρασαν, το πάτησαν,
Τ' αφίσανε σημάδια.

Γύρε, κι από τάφραστο
Τ' ακούμπισμά σου ας πάρη
Χάρην ακριβώτερη
Κι απ' όση παίρνει χάρη

Ξέχειλο απ' ταστάχινο
Κυματιστό χρυσάφι
Και το πιο παραρριχτό
Βραχόσπαρτο χωράφι!

 

Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ

Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.

και τό'πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.

Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.

Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»

Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.

Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.

Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»

Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».
1903



ΠΑΤΡΙΔΕΣ

...
Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα,
και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι,
βγαίνουν αμάραντ’ από μάρμαρο τα κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.

Στην ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα,
στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη,
μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ’ η Αθήνα
κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.

Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει
χιλιόψυχος, το πνεύμα και στο χώμα λάμπει,
το νιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου

...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

...1895



ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ

Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,

για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;

Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη ...

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωιμένα! Ελλάδα;
1896



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ

Στης Αθήνας το χώμα ο Δίας ο Αγοραίος
βλέπει τα σπλάχνα του Ηρακλή γονατισμένα
στον άγγιχτο βωμό του ολάρφανα, έρμα, ξένα
ο Αργίτης φοβερός, ανήμπορο το χρέος.

Ψυχοπονετικός ο ρήγας ο Αθηναίος,
αλλ’ ω σκληρότατος χρησμός που τρώει τα φρένα!
«Από το αίμα σου, ω τρισεύγενη παρθένα,
θα νικηθή ο ανίκητος οχτρός ο νέος!»

Κανένας δε σαλεύει, ωιμέ! παντέρμ’ η ορφάνια!
Τότε γιομάτη απ’ των ηρώων την περηφάνια,
μιας χώρας κ’ ενός γένους λυτρωτής, ω θεία

τρισάξια θυγατέρα του μεγάλου Αλκίδη,
φέρνεις τα στήθια στης θυσίας το λεπίδι,
και τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!
1896



Ο ΝΑΟΣ

Μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
ω της αθώρητης θεάς ξεχωρισμένε
ναέ και καταμόναχε, της θεάς που δείχνει
από του είναι της την άβυσσο μονάχα
εν’ άγαλμα, και κείνο ανθρωποκαμωμένο,
μ’ ένα πέπλο πυκνό και κείνο σκεπασμένο.
Και θαρρώ πως ξανοίγω μέσ’ από τους στύλους
και μέσ’ από τους θησαυρούς και τους βωμούς σου
τον Ιωνα, τον δελφικό ιερέα
ν’ αλλάζη το λευκό λειτουργικό χιτώνα
με το ραβδί το ροζωτό του στρατοκόπου.
Εγώ δεν είμαι λειτουργός, του μυστηρίου
το φοβερό κλειδί δεν έπιασα, κι ακόμα
δεν άγγιξα, δειλά ή απότολμα, την πύλη
που φέρνει στης ζωής τ’ αγνώριστα Ελευσίνια.
Αμαρτωλός κ’ εγώ, ναέ, στα πλήθη μέσα
τ’ αμαρτωλά που προσκυνάν εσέ, μα τώρα
μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
κ’ αισθάνομαι ένα πάγωμα νύχτας ή τάφου
αγάλια αγάλια απάνω μου να σκαρφαλώνη
και να τινάξω πολεμώ το μολυντήρι
το κρύο από τα πάνω μου, και λαχταρώντας
έξω σέρνω τα γόνατα τα πληγιασμένα,
έξω απ’ τους σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι από τους στύλους σου, απ’ τα δάση που με πνίγουν,
στο φως του ήλιου και στο φέγγος της σελήνης.
Πάει το λιβάνι πια της προσευχής, και πάει
τ’ ολόχρυσο μαχαίρι της θυσίας, και πάνε
κ’ οι μεγαλόφωνοι χοροί και λευκοφόροι
των ύμνων γύρω στους βωμούς τους φλογισμένους
και παρατώντας σε, ω ναέ, ξαναγυρίζω
στων καιρών το καλύβι των πρωτανθισμένων.



ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Φαντασία δέσποινα, έλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νου,
σύρτε αδάμαστες δουλεύτρες,
ω νεράιδες του Ρυθμού,
κι απ’ του πόθου τα βαθιά,
τα ψηλά του λογισμού
φέρτε, φέρτε, του μαρμάρου
τ’ άνθια και του χρυσαφιού,
τα λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
και ρυθμίστ’ ένα παλάτι
και στυλώστε μέσα εκεί
του Ηλιου το είδωλο, και κείνο
υπερούσια καμωμένο
από ηλιοφεγγοβολή.



ΟΙ ΘΕΟΙ

Και πρωτοείδε ο πρώτος άνθρωπος
του ήλιου την ανατολή,
και να της γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μια μουσική,
χίλια λόγια, χίλια εγκώμια
προς της μέρας την πηγή.
Κι όλα, ω θάμα, κι όλα, κ’ οι ύμνοι,
και τα λόγια και τα εγκώμια,
σκορπιστήκανε στα τετραπέρατα,
και τα σάρκωσαν οι αιώνες,
και γινήκανε φωτοθεοί
και αρμονίας τέρατα.



ΤΟ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΟ

Η χαρά τρανή στον Ολυμπο!
Οι θεοί μοιράζονται τη γη,
λείπει ο Φωτοδότης, και άκληρος
θα λησμονηθή.
Και ήρθε ο Φωτοδότης κ’ έγνεψε
προς τη θάλασσα, και αυτή
σάλεψε και ράγισε καρπόφορη,
και γεννήθη του Ηλιου το νησί!
Και ήταν το νησί χιλιόκαλο,
κ’ έζησαν εκεί τεχνίτες
και είτανε σαν υπεράνθρωποι,
γιατί κάποια αγάλματα έπλαθαν,
όλα ωραία σα θεοί,
και όλα ζωντανά σαν άνθρωποι.



ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Εξω από τους δρόμους των αστόχαστων,
λειτουργός και ψάλτης ορφικός,
έναν ύμνο ξαναφέρνω
μιας λατρείας πανάρχαιας προς το φως.
Ετρεξε ως τα τώρα ο λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμός
ξάφνισμα στο βούισμα των ανθρώπων
της κιθάρας μου ο ρυθμός.
Νύχτα ξεκινώ, νύχτ’ ανεβαίνω
τη δυσκολανέβατη κορφή
θέλω μόνος, θέλω πρώτος
τ’ απολλώνιο φως να χαιρετίσω,
ενώ κάτου στους ανθρώπους
θα είν’ ακόμα ο ύπνος και το σκότος.



ΜΟΛΩΧ

Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Οπου ανθοπετούσαν οι Ερωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.
Στη νυχτιά μας μιά πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ’ είναι μιά νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!
Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.
Κι όταν, μ’ ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
«Είσ’ εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;»
Αποκρίνεσαι:-«Είμ’ εγώ ο Μολώχ!»



ΤΟ ΣΑΪΤΕΜΑ

Και χαμήλωσες, ω Φοίβε, από τα ύψη
των Ολύμπων των αγνών
προς του χαύνου την πατρίδα,
προς τη χώρα των οκνών.
Κ’ έπαιξες τη λύρα, ανάβρυσμα
παναρμονικών πηγών!
Λόγια σ’ απαντήσανε βαρήκοων
και περίγελα τυφλών.
Τότε, σα να γύρευες την πλάση
να λυτρώσης από μόλυσμα,
κι απ’ τ’ ακάθαρτα όλα τον αέρα,
έρριξες τη λύρα, κ’ έγινες
σαϊτευτής, και τα σαίτεψες
των ανοήτων τα κοπάδια πέρα ως πέρα!



Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ’ Ανθεστήρια! κελαιδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά.
Η μέθη η διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, και λάμπει
ως που είν’ η πλάση, και από που; Δεν ξέρω αν είμ’ εγώ,
ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Το δώρο των υπέρκαλων γαλήνιων οραμάτων,
ω Χρυσομίτρα, μου έφεραν οι τρεις θεές κ’ οι εννιά
στα μέτωπα και στ’ άχραντα κορμιά των αγαλμάτων
την αφρογένεια χόρτασα των όλων Ομορφιά.
Ακούω τ’ αηδόνια, αντιλαλούν τ’ αηδόνια οι Σοφοκλήδες,
Αισχύλειοι, ωκεάνειοι, ω γόοι προφητικοί!
Σε μια ματιά ολοπράσινες αγνάντια μου Ατλαντίδες
γεννιούνται από την άβυσσο και χάνονται σ’ αυτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες με φέρανε από πέρα,
ο χαροκόπος είμ’ εγώ κι ο κοσμογυριστής
τέχνες, μιλήματα, είδωλα ξαφνίζουν τον αέρα.
Νυφάδες, αγκαλιάστε με, Σάτυροι, ακούστ’ εσείς.
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
κ’ οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
μέσ’ από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
«Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!»
Και η Ταναγραία η λυγερή και η φοβερή Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ολύμπιοι θεοί,
απ’ τη σπηλιά της Καλυψώς ως τη σοφή Αλεξάντρα,
οι Ελλάδες οι μουσόθρεπτες μου είπαν με μια φωνή:
«Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα,
στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελλί!»
Και των Πινδάρων οι ήρωες κ’ οι θέαινες του Σκόπα
γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί.



ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ

ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ
Είμαστ’ οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ’ εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ’ αληθινά, τ’ άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ’ ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαιδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
«Ζωή!» ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις «Νίκη!»
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ’ στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και – ω λύσσα! – τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.

Η ΒΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΩΙΛΟΥ
Στην πλάση, από της θάλασσας τη μάνητα
ως τον τριγμό του σαρακιού, κι απ’ το βουνό ως το χνούδι,
και μέσα στα βουβά και μέσ’ στ’ ασίγητα,
στα πάντα δυσκολόβρετο κοιμάται ένα τραγούδι.
Και το τραγούδι το ξυπνάνε οι Ομηροι,
σάρκα του δίνουν, ψυχή, φως, το κάνουν πλάσμα και άστρο,
κ’ ύστερα. εσείς, κιθάρες δρόμο δόστε του!
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ’ στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα
οι δόξες των εθνών των κοσμοξάκουστων
κρατούνε πρωτοβύζαχτο του τραγουδιού το γάλα.
Για τούτο πλάστες και προφήτες οι Ομηροι,
αταίριαστοι, αδασκάλευτοι, άκακοι, ξένοι, ωραίοι
μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
Ηρώων αλαλάζει λαός, μιας μάννας καρδιά κλαίει.
Μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη
με πρόσωπο Πεντάμορφης είναι γραμμέν’ η Ιδέα,
ζωές, αλήθειες, πάθια, λαχταρίσματα,
κι όλα όσα λέτε, αστόχαστοι και ανίδεοι, χ υ δ α ί α !
Για τούτο καταριέστε το τραγούδι τους,
που ρέει γοργά με τα νερά ψηλάθε τα καθάρια,
εσείς, του Ξεπεσμού λουλούδια ατίμητα
σας έχει ο νους απόπαιδα κ’ η ασκημιά βλαστάρια!
Για τούτο, αν κάνουν οι Ομηροι να τρέμετε,
τρομάρα του ανεμόδαρτου στο δέντρο απάνω φύλλου,
των Ομήρων τους ίσκιους δεν τους τρέμετε.
Κι αυτούς χτυπάτε, παίρνοντας τη βέργα του Ζωίλου!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μόνος. Εν’ άδειο απέραντο τριγύρω μου,
και μιας πολέμιας χλαλοής ασώπαστη η φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ’ αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ’ αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ’ έδειξε κάποιος. – Νά τος! – Καταπάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά ριχτήκαν.
Το χέρι το ακριβό της Οδηγήτρας μου,
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάιδια ... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας
των ασκητάδων οι χαρές, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά ‘βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου,
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεία δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δασκάλου η μανία.
Της Πολιτείας η πόρτα κλείστηκε,
με διώξανε, έρμος βρέθηκα στα έρμα μονοπάτια
και της Ιδέας της αστρομάτας, που έσφαξαν
από τη στράτα μάζωξα τα ολόφωτα κομμάτια.
Και τάσπερνα στο διάβα μου, και φύτρωναν
εδώ παράδεισοι, κ’ εκεί βασίλεια, κ’ εκεί πέρα
παλάτια κ’ εκκλησιές και δρακοντόκαστρα.
Κι όλα στην ίδια ευφραίνονταν ανύχτωτην ημέρα.
1901



Ο ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Τον κιθαρίσει κλυτόν παίδα μεγάλου Διός
ερώ σ’ άτε παρ’ ακρονιφή τόνδε πάγον ...

Εσένα τον κιθαριστή τον κοσμοξακουσμένο
θα ψάλω, του τρανού Διός Εσένα το βλαστάρι,
τα λόγια Σου τ’ αθάνατα θα τραγουδήσω, εκείνα
που φανερώνεις, ω Θεέ, για τους ανθρώπους όλους,
κοντά στο χιονοστέφανο το βράχο! Θα κηρύξω
το μαντικό τον τρίποδα πως ώρμησες και πήρες,
τον τρίποδα, που ο δράκοντας ο επίβουλος κρατούσε
σφυρίζοντας, αλύπητος και πως με το δοξάρι
του τρύπησες το παρδαλό, το στρηφογυρισμένο
κορμί! Και πως εκράτησες παράλυτο μπροστά Σου,
μ΄ όλη του την παλληκαριά, τον άπιστο Γαλάτη!
Του βροντερού Διός Εσείς πανώριες θυγατέρες,
που ορίζετε πυκνόδεντρο τον Ελικώνα, ελάτε,
και με τραγούδια, με χορούς, υμνείτε, διαλαλείτε
τ’ αδέρφι Σας το θεικό, το χρυσομάλλη Φοίβο.
Απάνου εκεί στου Παρνασσού τους δίκορφους στους θρόνους
στα κρυσταλλένια τα νερά της Κασταλίας προβάλλει
ανάμεσα στα Δελφικά τα πανηγύρια, αφέντης
του φημισμένου αυτού βουνού, του μαντικού του βράχου.
Και χαίρε, ω πολυδόξαστη, μεγάλη χώρα, Αθήνα,
της πολεμόχαρης θεάς λάτρισσα, ριζωμένη
σε γην απάνου ασάλευτη γι’ αυτή σου τη λατρεία!
Καίει των ταύρων τα μηριά στους ιερούς βωμούς Του
ο Ηφαιστοε, και αραβικό θυμίαμα σκορπίζει
ψηλά ψηλά ως τον Ολυμπο μαζί με τη φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ο αυλός ο λυγερός κυλάει,
ύμνους κ’ η γλυκερόφωνη χρυσή κιθάρα απλώνει
των Αθηναίων ο λαός, Θεέ, Σε προσκυνάει!
1894



ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ

Κάποια ρόδα είν’ έτοιμα νανθίσουν
εδώ κάτου κ’ εδώ πέρα
με τ’ αρχαία τα ροδοκάλια
και προσμένουν τα καινούργια αηδόνια
να τους γλυκοκελαιδήσουν
μέσ’ στον ολογάλανον αέρα.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

...
Κι απ’ τις πόρτες διάπλατες που ανοίξανε
κόσμος βγαίνει, κι αργοπάτητο
σέρνει και βαρύ το πόδι,
κ’ είναι μια πομπή, και δε γνωρίζεις
δέξιμο κι αν είναι, ξεπροβόδισμα,
γάμος, λιτανεία ή ξόδι.

Κ’ είναι συνοδειά χωρίς ξαφτέρουγα
και χωρίς σταυρούς και λάβαρα
και βαγγέλια και παπάδες
ποιάς λατρείας μυστήρια είν’ αυτά;
Δεν τα διαλαλούν ψαλμοί,
δεν τους φέγγουνε λαμπάδες.

Και γυναίκες ούτε, ούτε παιδιά
κι άντρες μοναχά ασπρομάλληδες
και μισοκοπιές και παλληκάρια
κ’ έρχονται με κόπο και σκυφτοί
σαν από κρυψώνες μέσ’ στη γη,
σαν από τ’ ανήλιαγα κελλάρια.

Κοντοστέκουν και τρικλίζουν
ασυνήθιστο σα νάχουν
κάτου από τον ήλιο τέτοιο δρόμο
και τα μέτωπα στα χέρια τους
σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.

Κ’ έτσι παν, και τους τρομάζουν
το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,
τ’ ακροούρανα, κι ο αέρας,
κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους
η μεγάλη πλάση και η ζωή
και το παίξιμο της μέρας.

Κ’ είναι σα βγαλμένοι από ‘να σκύψιμο
σε παλιά βιβλία δυσκολοσίμωτα,
και σε συναξάρια,
και σε κάτι τι ακριβότερο
απ’ τ’ αράπικα τοπάζια, απ’ τα χουρμούζικα
τα μαργαριτάρια.

Κ’ είναι σα βγαλμένοι από λογάριασμα
μπρος σε γιατροσόφια απάντεχα,
σε δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια.
Κι όλοι καθώς έρχονται κλιτοί,
και καθώς αργοζυγώνουν,
τι κρατάνε μέσ’ στα χέρια;

Και ραβδιά κρατάν προσκυνητάδων
και διαλαλητών ακροστεφάνωτα
μ’ αγριλιάς και με μυρτιάς κλωνάρια
τραχιά ηχούν τα σάνταλα τους χοντροκάρφωτα
κρέμουνται στους ώμους τους
ταξιδιώτικα ταγάρια.

Κ’ ένας ένας κι από δύο
κι από τρεις ανταμωμένοι,
κι από τέσσεροι κι ακόμα
πιο πολλοί, κρατάν και σφίγγουν
τυλιγάδια και βιβλία
σε χρυσές κ’ ελεφαντένιες
πλούσια σκαλισμένες θήκες,
και πηγαίνουν με κείνα,
και στα χέρια και στους ώμους
και στους κόρφους τα βαστάνε,
λείψαν’ άγια σάμπως νάναι
και θαματουργές εικόνες
και βαριά σταμνιά γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων.
Τυλιγάδια και βιβλία
πόχουν πρόσωπα πορφύρες,
που είν’ οι σάρκες τους μετάξια,
και λογής λογής το μάκρος
και το σχήμα και το χρώμα.
Σκεπασμένα και μακριάθε
τα θωρείς και λες πως είναι
στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
και σημαίες και θυματήρια
και ρηγάδικες κορώνες.
Σαν θεών αγάλματα είναι,
σαν ανάγλυφα είν’ ηρώων,
προφητών οράματα είναι,
και κιβούρια και μνημούρια.
Τάματα είναι και τα πάνε
να τ’ αφήσουνε στα πόδια
κάποιων είδωλων και κόσμων
που τα καρτεράν και στέκουν
και γιορτάζουν πανηγύρια
μέσα σε ναούς και τόπους,
πέρα ολόμακρα, και στέκουν
κ’ οι ναοί κ’ οι τόποι και όλα
και προσμένουν και προσμένουν
να φωτοντυθούν με κείνα.

«Τ’ είναι τα δεφτέρια που κρατάτε
τα περγαμηνά,
σεβαστά κοπάδια που τραβάτε
σα διωγμένα από κακοκαιριά;
Και σε τούτα τα βιβλία,
και στα μνήματα ολ’ αυτά,
ποιά διαμάντια, ποιά σοφία,
ποιοί νεκροί, ποιά κόκκαλα ιερά;»

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη,
ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθη:

«Είν’ εδώ κλειστοί μέσ’ στα κιβούρια,
μέσ’ στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,
- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίη! –
ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί,
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι.

Κ’ είναι της Αλήθειας οι διδάχοι,
της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί,
γέροι, απείραχτοι, όλο νέοι,
και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρής
πάντα μέσ’ στο δρόσος κάποιου Απρίλη
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι.
Από τους γιαλούς της Ιωνίας
κι από της Αθήνας τον αέρα
που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει,
κι από της Ελλάδας τ’ αγνά χώματα,
η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι.

Κ’ είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους,
της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι,
κ’ η Αρετή μ’ αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει
κ’ είναι οι Ομηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Ολυμπων οι πλάστες
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι.

Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν
από φύσημα διωγμένοι ορμητικώτατο,
γύφτοι γίνονται κ’ Εβραίοι,
όμως πάντα, κ’ ερμοσπίτες, νικητές
και του κόσμου γίνονται πολίτες,
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι!»

«Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω,
- μίλησα κ’ εγώ, -
τους γνωρίζω και τους διαλαλώ
ξέρω απ’ όλα τα τραγούδια
μα για να τα πω,
τα ταιριάζω τα τραγούδια
στο δικό μου το σκοπό».

Και το λόγο που αρχινήσαν
έτσι τον τελειώνω εγώ:
«Και σπρωγμένοι ως εδώ πέρα
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι
από ανέμους και φουρτούνες
και σεισμούς και χαλασμούς,
και καραβοτσακισμένοι
και σκληρά κατατρεμένοι
κι από ξένους και δικούς!

Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,
μοναστήρια και κελλιά,\
κ’ ηύρανε παλάτια και σκολιά,
και δεν ηύρανε τον ήλιο
και τη λευτεριά,
και δεθήκαν κι αρρωστήσαν
και χτικάσιαν τ’ απολλώνια τα κορμιά
και γινήκαν βρυκολάκοι και στοιχιά.
Βρήκαν κάτεργα και κάστρα
και μια πλάση ξένη, μια στενή
πλάση ξελογιάστρα.
Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα,
λείψανα λυπητερά,
και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,
η ζωή και η νιότη και η χαρά.
Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια
τροπικά στα θερμοκήπια,
ή φυτρώσανε μαζί
με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μέσ’ στου δασκάλου τα χέρια,
κι αποκάτου απ’ την κοντόφωτη ματιά,
ζήσανε ζωή μέσ’ στα δεφτέρια,
ζήσανε ζωή μέσ’ στη σκλαβιά,
ζήσανε ζωή τυραγνισμένη,
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια,
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι απ’ τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή
θάρρεψα πως χύθη,
και γρικήθηκ’ ένας ύμνος θριαμβευτής,
κι απ’ των τάφων έβγαινε τα βύθη:

«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,
θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί
Τούρκου κανενός να μας πατήση
από την πατρίδα μας διωγμένοι,
και σβησμένοι απ’ την Ανατολή,
θ’ ανατείλουμε στη Δύση.

Οπου πάμε, θάβρουμε πατρίδες
και θα πλάσουμε, απ’ το Βόσπορο
χαιδευτά συνεβγαλμένοι ως τον Αδρία
θα φωλιάσουμε στη Βενετιά,
θα ξαναρριζώσουμε στη Ρώμη,
θα μας αγκαλιάση η Φλωρεντία.

Τ’ Αλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε,
θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου,
στου Βοριά θ’ ασπροχαράξουμε τα σκότη,
θα χυθούμε σα μαγιάπριλα του νου
όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε
μιαν Ελλάδα και μια νιότη.

Και πλανήτες με δικό μας φως,
το δικό μας φως θα ρίξουμε
όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση
κι ο ασκητής θα φιλιωθή με τη ζωή
και το γάλα της χαράς ξανά θα πιής,
νηστευτή, κ’ ένα κρασί θα σε μεθύση.

Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος,
κάθε βάρβαρος μ’ εμάς θ’ αναγαλλιάσει,
κι ο Ιταλος απ’ όλους πρώτα
ρασοφόροι και ποντίφικες
θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης
και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.

Του οικοδόμου θα του δείξουνε ρυθμούς,
νόμους του σοφού, σ’ εμάς θα τρέξουν
όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες,
πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες,
και παντού ξανά θα στηλωθούν
των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.

Μόλις βγούμε απ’ αυτό δα το κοιμητήρι
προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,
σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νιάτα,
κ’ έξω απ’ τα στενά κιβούρια,
Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ’ ανοίξουμε,
με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.

Ολυμπων κορφές και Παρνασσών!
Κι απ’ τη σκέψη κι απ’ τα μέτρα μας
γίνονται άνθρωποι και Παρθενώνες
πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!
Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι
ξαναπροσκυνούν οι αιώνες.

Κ’ οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι
δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς
έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους
και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας,
άγια στερνολείψανα
του χαμένου Γένους,

έτσι βλέποντας μας χρυσοφτέρουγους
από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε
σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνη,
θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα
κι από της θεότης μας τ’ αντίφεγγα
σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ’ εκείνοι!»



ΟΙ ΠΟΛΥΘΕΟΙ

Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.

Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.

Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.

Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.

Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.

Ομως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!



Η ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΗ

...
Χιλιάδες χρόνια πέρασαν για να φανής και πάλι!
Ω! δόξα νάχη τάγνωστο λισγάρι του χωριάτη
που κύλισε του τάφου σου την πέτρα κι αναστήθης!
Κ’ είδες τον κόσμο αλλοιώτικο, και την Ελλάδαν άλλη
και ξένη την Ανατολή και βάρβαρη τη γη σου,
και σα να μην τη γνώρισες, διάβηκες προς τη Δύση!

Γύρισε πάλι, γύρισε στα μέρη που εγεννήθης!
Οτι κι αν είσαι, δύναμη, βασίλισσα, όνειρο, ίσκιος,
θεά της ομορφιάς, πηγή της αρετής, ω Νίκη,
γύρισε πάλι, ω γύρισε στα μέρη που εγεννήθης.



H NIKH

Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κ’ έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτεινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλη
με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ασύγκριτη σαν την ιδέα,
σαν όνειρο λαχταριστή,
είδα τη Νίκη την αρχαία,
τη Νίκη την κυματιστή!

Την είδα. Με το πέταμά της
δεν έφευγε στους ουρανούς,
εκεί που δύσκολα σιμά της
μπορεί να κρατηθή κι ο νους.

Δεν έτρεχε να φτάση πρώτη,
να στεφανώση φτερωτή
το λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τον εμπνευσμένο τον ποιητή.

...
Την είδα να περνά μπροστά μου
με φορεσιά ολοφωτεινή
και λύγισα στη γη εκεί χάμου
κ’ έκραξα με τρανή φωνή,

γονατιστός, με θαμπωμένα
μάτια, με λαύρα περισσή:
«Χαίρε θεά, χαίρε παρθένα,
Ω Νίκη, ω Νίκη, ω Νίκη Εσύ!

Εσύ που δείχνεις πως ανθούνε
εδώ μ’ αθάνατη ζωή,
πως μας εμπνέουν και μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!»



ΔΕΞΙΛΕΩΣ

Κι από το πρώτο μάρμαρο κι από το πρώτο μνήμα
ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει:
- Εμέ Δεξίλεο με λένε. Εγώ είμαι της Αθήνας
το λατρεμένο το παιδί, ταγένειο παλληκάρι.
Μ’ ανάθρεψαν τα βροντερά τραγούδια του Τυρταίου
και τάραξαν τον ύπνο μου τα όνειρα του Αισχύλου.
Εξω στο δρόμο, στη δουλειά, στου κάμπου τον αέρα
μούθρεψε ο ήλιος το κορμί και τάνοιξε σαν άνθος
και το Γυμνάσιον ο θεός που τα βοηθάει τα νιάτα
μου τόπλασεν αρμονικά, σφικτό, χυτό και ωραίο.
Κ’ εγώ καβάλα, φτερωτός μέσα στους πρώτους πρώτος
συντρόφεψα το ιερό της Αθηνάς καράβι
κ’ έλεγα: βάλε μου, θεά, τρανή καρδιά στα στήθη,
δώσε φτερά στα πόδια μου και δύναμη στα χέρια
να πάω, κ’ εγώ ν’ αγωνιστώ και νικητής να λάμψω
στο πήδημα, στο πάλεμα, στο δρόμο, στο λιθάρι,
γιατί δεν είναι πιο ακριβή τιμή στο παλληκάρι
παρά καρδιά από σίδερο σε φτερωμένο σώμα.
Κ’ εγώ ονειρεύτηκα κ’ εγώ τη χάρη της αγάπης
και σε τραπέζια χαρωπά ροδοστεφανωμένος
τους στοίχους του Ανακρέοντα τραγούδησα, κ’ εμπρός μου
σπαρταριστές χορεύτριες με λύρες και φλογέρες
μ’ αποκοιμήσανε τρελά στης αγκαλιάς τη ζέστη
κ’ εγώ ονειρεύτηκα κ’ εγώ της δόξας τη λαχτάρα,
άρχοντας, είπα να υψωθώ και στρατηγός να γίνω,
στο θέατρον άξιος ποιητής τα πλήθη να μαγεύω,
κ’ εγώ μια μέρα ν’ ακουστώ βροντόφωνα στην Πνύκα,
αστροπελέκι στους κακούς, και με τους φιλοσόφους,
εκεί που τρέχει ο Ιλισσός γλυκά και που ξαπλώνει
δροσάτον ίσκιο ο πλάτανος κ’ εγώ να ξεδιαλύνω
και τα σκοτάδια της ψυχής και τα κρυφά της πλάσης.
Αλλ’ ένας αγαθός θεός, που και ποτέ τα μάτια
δε σήκωσε από πάνω μου και πάντα με φυλάγει,
αυτός διώρισε για με μια δόξα πιο μεγάλη:
Για την πατρίδα ν’ αξιωθώ, να πάω να πολεμήσω!
και να! σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο,
κ’ η Αθήνα με τα ονείρατα πλατωνικά, η Αθήνα
ξυπνάει γοργά, αντρειεύεται καθώς η Αθηνά της,
γαλήνια κόρη και μαζί Πρόμαχος θεριεμένη.
Η Σπάρτη η ανυπόταχτη μας φοβερίζει, η Σπάρτη!
θυμήθηκα τον όρκο μου και αρματωμένος τρέχω
σε κυματόπλαστο άλογο θεσσαλικό που έχει
χαρά τον πόλεμο και σκάφτει, αυτιάζεται, δε στέκει.
Στο χέρι μου ανυπόμονο κουνιέται το κοντάρι,
θαρρώ πως μέσα μου η καρδιά βροντοχτυπάει του Κόδρου,
θαρρώ, είναι σαν του Αίαντα ψηλό το ανάστημά μου,
θαρώ, το δρόμο ένας θεός μου δείχνει και κανένας,
ναι! και κανένας δεν μπορεί να κόψη την ορμή μου.
Με τον πολέμιο σμίξαμε στον κάμπο της Κορίνθου,
ηλιοκαμένος και τραχύς κι ακράτητος Σπαρτιάτης,
βορριάς χυμάει επάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης.
Τα χρόνια μου τα είκοσι πυρώνονται και βράζουν.
Της Σπάρτης άντρας είσ’ εσύ, παιδί είμαι της Αθήνας
βοηθάτε με, ίσκιοι πατρικοί των Μαραθωνομάχων!
σφιχτά κρατώ με το ζερβί το χαλινάρι, χύνω
σα φλόγα τάλογο, πετώ, σκύβω γοργά, τινάζω
τολόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τον βρίσκω.
Στα πόδια εμπρός του αλόγου μου κατρακυλάει και πέφτει,
πέφτει κ’ εκεί που τον πατώ κρυφά τον καμαρώνω
χωρίς να χάση την ορμή, χωρίς μιλιά να βγάλη,
πέφτει και χάνεται και σβει και φοβερίζει ακόμα.

Εμέ Δεξίλεο με λεν, παιδί είμαι της Αθήνας,
πολέμησα και νίκησα κ’ εγώ για την πατρίδα.
Σε λίγο ο θάνατος ορμάει κι αλύπητα κ’ εμένα
με παίρνει από την γην αυτή, με φέρνει σ’ άλλον κόσμο.
Δε μ’ έρριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Αδη,
μακαρισμένο, αθάνατο, μ’ ανάστησε για πάντα
στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης.
Ο κόσμος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοι
και πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα.
Κ’ εγώ εδώ πέρα ασάλευτος κι αμάραντος προβάλλω
και της πατρίδας τον εχθρό στα πόδια μου τον έχω.
Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία,
στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!



ΕΝ ΑΝΘΟΣ

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
εν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.

Εν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,
αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.

Τα μάτια ανοίγοντ’ εκεί πέρα
καθώς βρεθούν,
και με τον ξάστερον αιθέρα
σμίγουν, μεθούν.

Εκεί θαμπώνουνε τα μάτια
σκόρπια μπροστά
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ’ η φαντασία αμέσως βλέπει
η μαγική
γυμνή και δίχως καμιά σκέπη
απάνου εκεί

την Ομορφιά, που τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ’ απ’ το μάρμαρο προβάλλει
και δεν πονεί.

Και κάθεται σε δόξας θρόνο,
και δε γελά,
δεν κλαίει και δεν πλανά και μόνο
φεγγοβολά!

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον Ιερό
ξανοίγω τάνθος το μονάχο
και το ρωτώ:
- Ανθος, που μοιάζεις με ανεμώνη
περαστική,
ποιά μοίρα σ’ έρριξε εδώ, μόνη
και φτωχική;

Εδώ από τάστρα η Τέχνη φτάνει,
και λάμπει η γη,
κ’ έπλασε η Φύση εσέ βοτάνι
για μιαν αυγή.

Εδώ δεν έρχεται η παρθένα
η γελαστή
για να σε κόψη και μ’ εσένα
να στολιστή.

Εδώ μ’ ευλάβεια και το αγέρι
μόλις φυσά
ποτέ σ’ εσέ δεν έχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκά φιλιά από τα ταιράκια
κι από Ομορφιές
δεν έχεις άλλα λουλουδάκια
για συντροφιές.

Ο Παρθενώνας με φεγγάρι
τη νύχτα εδώ
νικάει στη δόξα και στη χάρη
τον ουρανό.

Κ’ οι έξι αλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αυτές
λαμπρόστηθες και λαβωμένες
και λατρευτές.

Κι αγάλματα, πέτρες, κολώνες
χωρίς χαρά
σκόρπια τα βλέπουν οι αιώνες
και παγερά.

Σμίγουν εδώ θεοί και χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Εδώ, φτωχή, κρυφή ανεμώνη,
τι θες εσύ; -

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
δειλά δειλά
με βλέπει τάνθος το μονάχο
και μου μιλά:

- Εγώ είμαι τάνθος το παρθένο
και το κρυφό
από τον κόσμο μακρυσμένο
το φως ρουφώ.

Κι ανθώ και χαίρομαι τα κάλλη
που έχ’ η ζωή
μακριά απ’ τα πλήθη κι απ’ τη ζάλη
κι απ’ τη βοή.

Κι από του κάμπου τάνθη τάλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μια στάλα,
μέσ’ στη σκιά.

Μέσ’ στη σκιά που ρίχνει εμπρός μου
μια πέτρα απλή
ξεχνώ την ψεύτικη του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι αγνώριστο, κι αχνό, μια στάλα,
ζω ταιριαστά
με τα λαμπρά, με τα μεγάλα,
με τακουστά.

Γιατί στον κόσμο είναι ζευγάρι
χαρά του νου
και η δόξα του τρανού κ’ η χάρη
του ταπεινού.

Γιατί στον κόσμο – άκου και τάλλο –
και στον καιρό
δεν είναι τίποτα μεγάλο,
ούτε μικρό.

Γιατί σαν τάστρο φως αφίνει
και το ξανθό
τάνθος, γιατί και τάστρο σβύνει
σαν τον ανθό.

Κι ο Παρθενώνας φεγγοβόλος
που εδώ θωρώ
ερείπιον είναι, ερείπιον όλος
λυπητερό.

Ενώ σ’ εμένα φτωχά νιάτα,
διαβατικά,
όλα είν’ απείραχτα, δροσάτα,
κι αρμονικά.

Εγώ είμαι τάνθος που κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
με δροσοδάκρυα ραντισμένο
και γελαστό,

μέσα στα κάλλη, στη γαλήνη
τη ζωντανή
που η Τέχνη απλώνει και που αφίνει
παντοτεινή,

σκορπίζω μιαν ανατριχίλα,
μια νέα ζωή,
σα μου χαιδεύει ταχνά φύλλα
αύρας πνοή.

Και τα λιθάρια τακουσμένα
και τα παλιά
νομίζεις παίρνουν κι από μένα
φεγγοβολιά.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
που καρτερεί
και στέκει με την ομορφιά της
τη λαμπερή

και τίποτε δεν έχει πλάνο
κι ανθρωπινό,
μου φανερώνει, πριν πεθάνω
τον ουρανό.

Και κοίτα! καθεμιά Καρυάτις
γλυκά γλυκά
θαρρώ με βλέπει στα όνειρά της
τα μυστικά.

Εδώ στη δόξα των αιώνων,
στο φως του νου,
που στέκεις η Ομορφιά σε θρόνον,
άστρο ουρανού,

εδώ στην έρμη αθανασία,
είμαι η καρδιά,
η νιοτ’ η αγάπη κ’ η θυσία,
και η μυρουδιά

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
με δένει τι;
τι άλλο ακόμα; - Είμαι η ψυχή σου,
Ποιητή!



ΟΥΡΑΝΙΑ

...
Ηλιε, εσύ, πηγή αστείρευτη
κάθε ζωής, εικόνα
του ωραίου υπερτέλεια
και του Απείρου κορώνα.

Πριν αρχίσουν το διάβα τους
των θεών οι λεγεώνες,
πρώτο θεό σε αγνάντεψαν
και μοναχόν οι αιώνες.

Και πάλι θεός ύστατος
σε νεκρική λαμπάδα
του τελευταίου θρησκεύματος
θα φέξης την κρυάδα.

Η γη μας γη άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.

Στα εντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Αδωνις
ροδοπεριχυμένος.

Η αρχαία ψυχή ζη μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη,
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι, ο Παν δεν πεθαίνει!

...
Μιαν αυγή χειμωνιάτικη
που φορούσε κορώνα
την καταχνιά, σαν όραμα
είδα τον Παρθενώνα.

Μαγικό μισοδιάφανο
τον έζωνε μαγνάδι
στον ήλιο αγνάντια, κ’ έλεγεν:
- Εγώ είμαι το σημάδι

του ωραίου που δείχνει απόμακρα
στην πλατωσιά του Απείρου
και τ’ άσπρο στέρεο μάρμαρο
σαν τον αχνό του ονείρου.

Θαύμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ενώ κοιμάται...
Αδέλφια μου, να πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ελάτε!

Ασάλευτη, πανύψηλην
αλήθεια, ένα παλάτι
των όλων για όλους! Αφραστη
θρησκεία που νάχει κάτι

πλέον βαθύ απ’ τον Ερωτα,
πιο μέγα απ’ τη Θυσία,
και κάτι πλέον απέραντο
κι απ’ την Αθανασία!



Ο ΣΑΤΥΡΟΣ

Ολα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβατα παλάτια
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.

Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκκιάσματα τα δένδρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργατιτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κ’ η Αφοδίτη
και χύνεται παντού.

- Παράτησε το φόρεμα
και με τη γύμνια ντύσου
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δος να πιω.

Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.

Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρη
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.

Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Ερωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!

Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’αλαβάστρινα,
του απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου. – Ω να πιω,

Να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαυματουργούν.

Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κ’ η αλήθεια,
και γύμνια κ’ η ομορφιά.

- Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίϊσσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξη σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα τόδειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι, -
μη φύγης είμ’ εγώ,

Ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχιά.
....



ΡΟΔΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ

Εφέτος άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ’ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ηύρε χωρίς νιάτα,
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.

Μα χτες καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ’ αρχαία τα μονοπάτια,
στο πρώτο μοσκοβόλλημα ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρισαν τα μάτια.
1905