Up


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ   ΕΛΛΗΝΙΚΟ  ΕΘΙΜΟ

Η  ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΗΣ  ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ  ΤΗΣ   ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Ή

ΓΙΑΤΙ  ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ  ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΕΣ  ΤΗΝ   ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 

 

Φίλοι μας ,

σήμερα θα σας πούμε την ιστορία της βασιλόπιττας.

Μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια , πριν από 1500 χρόνια περίπου  στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας , στη Μικρά Ασία.

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του ,με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.

Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισάρειας , αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη.

Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια.

Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη , ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν.

Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.

Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια , δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.

Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακρυά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν.

Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν , ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν.

Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του.

Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.

Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι.

Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά , έγινε το θαύμα!

Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του.

Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν.Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας.

Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση!

Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη , δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του.

Αυτό ήταν πολύ δύσκολο.Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει.

Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά.

Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας.

Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.

Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι , η βασιλόπιτα .

Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.

 

  

Οι καλικάντζαροι

Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου , ημέρα των Χριστουγέννων, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου , παραμονή των Φώτων.
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες , ήταν αερικά , ξωτικά.
Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά , ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια , όλη την ώρα, χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω κόσμο.
Γι΄ αυτό λοιπόν ,άλλοι με πριόνια , άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτή στηριζόταν η γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , από φόβο μη βουλιάξει η γη και τους πλακώσει , έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο , στη γη , για να τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους , ανέβαιναν στα κεραμίδια και καμιά φορά , όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι΄ αυτό , για καλό και για κακό , εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις τρύπες των τζακιών με πανιά.Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι , γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι ,παλιά , πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της , βασιλόπιτες, κουραμπιέδες,μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο.Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα , πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια.Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά , τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελλό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"-Ω! ... στραβά ταψιά , με τα ψεύτικα ψωμιά , άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ..."
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός , εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα , χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.
Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο.
Εσείς όμως , σήμερα , δεν πιστεύω να φοβηθήκατε , γιατί όλα αυτά είναι ωραία παραμυθάκια του παλιού καιρού

 

  

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ 

 

  • ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ (ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ)

 Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μή βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο , ζεσταίνεται ο Χριστός , εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ .  Σε κάθε σπιτικό , οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.                                

 

  

 

  • ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ (ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ) 

Το Χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία . Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι , ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: "Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει." Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ΄ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πηρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.

   

 

 

  • "Tα καρύδια"

Παραδοσιακό ομαδικό παιγνίδι που παίζουν τα παιδιά στην Ήπειρο.  Την ημέρα των Χριστουγέννων , τα παιδιά , κορίτσια και αγόρια , παίζουν "τα καρύδια". Το παιχνίδι είναι ομαδικό και παίζεται ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει με ένα ξυλάκι στο χώμα μια ευθεία γραμμή.  Πάνω σε αυτή την ευθεία γραμμή κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά.  Μετά , ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή - σειρά των καρυδιών ,σκυφτός , με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του , σημαδεύει κάποιο από τη σειρά των καρυδιών. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει , συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να κερδηθούν όλα τα καρύδια...

 

 

 

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΡΟΔΙΟΥ  Η΄  ΓΙΑΤΙ ΣΠΑΜΕ ΤΟ ΡΟΔΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

έθιμο πελοποννησιακό

 Το πρωί της Πρωτοχρονιάς , η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία , ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούν το νέο χρόνο , καλό κι ευλογημένο. Ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει.Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του.Έτσι θα είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα , με το δεξί ποδάρι, σπάζει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταζτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία , ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι , τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά". Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες να είναι τραγανές και κατακόκκινες.Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες , τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος

 

    

ΜΙΣΟΦΩΤΑ - ΟΛΟΦΩΤΑ


Μισόφωτα λέμε την παραμονή των Φώτων.
Αυτή τη μέρα τα παιδιά νηστεύουν ακόμα και το λάδι για να πάνε
στην εκκλησία και να πιούνε τον αγιασμό σαν μετάληψη , ενώ μέχρι και λίγα χρόνια πριν γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα των Φώτων.
Τη μέρα αυτή (παραμονή των Φώτων) , τα παλιά τα χρόνια , ακόμα και σήμερα σε μερικά μέρη της Ελλάδας , οι άνθρωποι πήγαιναν με τα φαναράκια τους πρωί-πρωί στην εκκλησία και με μπουκαλάκια έπαιρναν "αγιασμό".
Μόλις γύριζαν σπίτι , με τον αγιασμό ράντιζαν όλο το σπίτι κι όσος αγιασμός περίσσευε τον φύλαγαν μέσα στο μπουκαλάκι στο εικόνισμα.Στα Μισόφωτα όλοι οι παπάδες , μετά τη θεία λειτουργία , γύριζαν στα σπίτια και στα μαγαζιά της ενορίας τους παρέα με ένα μικρό αγόρι που κουβαλούσε το δοχείο με το αγιασμένο νερό.
Ο παπάς βαστούσε στο δεξί του χέρι ένα ματσάκι βασιλικό κι ένα μικρό σταυρό στο αριστερό χέρι.
Με το βασιλικό που βουτούσε στο αγιασμένο νερό, αγίαζε τα κεφάλια των ανθρώπων που μετά έσκυβαν και φίλαγαν το σταυρό.
Την άλλη μέρα στα Ολόφωτα (δηλαδή τη μέρα των Φώτων ή Θεοφανείων), γιορτάζουμε τη βάφτιση του Χριστού.
Είναι η μέρα που ο Χριστός συνάντησε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και του ζήτησε να τον βαφτίσει.
Την ημέρα εκείνη ακούστηκε η φωνή του Θεού από τον ουρανό να λέει:“Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός” και το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε με τη μορφή ενός περιστεριού.
Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση της Αγίας Τριάδας , δηλαδή του Πατέρα , του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Καινή Διαθήκη.
Στα Ολόφωτα , που ρίχνουμε το Σταυρό στη θάλασσα , βαφτίζονται τα νερά και χάνονται οι καλικάντζαροι.
Ο κόσμος όταν γυρίσει από την εκκλησία , πίνει τρεις γουλιές από τον αγιασμό λέγοντας: "εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος" , βρέχει το κούτελό του και κατόπιν αγιάζει το σπίτι και στις τέσσερις γωνιές του , καθώς και σε όλα τα αγαθά του , για να σιγουρευτεί πως κάθε κακό σκορπίστηκε.
Έτσι τελειώνουν οι γιορτές του Δωδεκαήμερου με τα Φώτα κι αγιάζονται όλοι με τη βάφτιση του Χριστού.

Up